Μέσα στον επόμενο μήνα αναμένεται να ολοκληρωθεί και να παραδοθεί από την ανάδοχο εταιρεία η στρατηγική μελέτη για την ανανέωση του ακτοπλοϊκού στόλου και τη δραστική μείωση του ανθρακικού του αποτυπώματος, έργο συνολικού προϋπολογισμού 1.171.555 ευρώ. Η μελέτη εκπονείται σε συνεργασία με τη Μονάδα Στρατηγικών Συμβάσεων του ΤΑΙΠΕΔ και αποσκοπεί στην αξιολόγηση των τεχνικά και τεχνολογικά διαθέσιμων λύσεων, προκειμένου να εκσυγχρονιστούν τα πλοία με έμφαση στην ενεργειακή αποδοτικότητα, την ασφάλεια και τη βιωσιμότητα των θαλάσσιων μεταφορών.
Στο τελικό της στάδιο, η μελέτη θα περιλαμβάνει και την πρόταση για τη δημιουργία ενός ειδικού χρηματοδοτικού εργαλείου, το οποίο θα διευκολύνει τις ακτοπλοϊκές εταιρείες να έχουν πρόσβαση σε δανειακά προϊόντα και άλλα χρηματοοικονομικά μέσα που απαιτούνται για την ανανέωση των στόλων τους. Το παραδοτέο αυτό θεωρείται κρίσιμο, καθώς αποτελεί προαπαιτούμενο για την έναρξη διαπραγματεύσεων με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την επιλεξιμότητα των έργων για συγχρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους και τη συμβατότητα των σχεδίων με το θεσμικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων.
Παράλληλα με τη δημόσια στρατηγική για την ανανέωση του ακτοπλοϊκού στόλου, οι μεγάλοι ναυτιλιακοί όμιλοι Attica Group και Grimaldi Group δίνουν σαφές σήμα ενεργοποίησης των ιδιωτικών επενδύσεων, προχωρώντας σε σημαντικά ναυπηγικά προγράμματα που αντανακλούν τη μετάβαση προς βιώσιμες θαλάσσιες μεταφορές.
Η Attica Group έχει ήδη υπογράψει σύμβαση για την κατασκευή δύο νέων πλοίων τύπου E-Flexer σε ναυπηγεία της Κίνας, με προγραμματισμένη παράδοση το 2027. Τα πλοία αυτά θα είναι τεχνολογικά προηγμένα, με δυνατότητα λειτουργίας με τρεις διαφορετικούς τύπους καυσίμων, ενώ θα είναι methanol ready και battery ready, σηματοδοτώντας το άνοιγμα του στόλου της προς μια πράσινη κατεύθυνση. Επιπλέον, η εταιρεία σχεδιάζει την προσθήκη μεγαλύτερης χωρητικότητας ταχύπλοων τύπου Aero Catamaran, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη δυναμική της στις ταχύρρυθμες μεταφορές.
Αντίστοιχα, ο όμιλος Grimaldi δρομολογεί την κατασκευή εννέα νέων πλοίων Ro-Pax, σε ένα εκτεταμένο επενδυτικό σχέδιο ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από αυτά, τέσσερα θα ενταχθούν στον κεντρικό στόλο της Grimaldi Lines, τρία στη θυγατρική Finnlines και δύο στις Μινωικές Γραμμές, οι οποίες ανήκουν στον όμιλο. Τα νέα πλοία θα είναι σχεδιασμένα για καύση μεθανόλης, θα διαθέτουν χωρητικότητα 2.500 επιβατών και θα πληρούν σύγχρονες περιβαλλοντικές και τεχνολογικές προδιαγραφές. Το πρόγραμμα αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 2025, ενισχύοντας τη θέση του ομίλου στην ευρωπαϊκή ακτοπλοΐα και επιταχύνοντας την πράσινη μετάβαση του κλάδου.
Η μεθανόλη αναδεικνύεται σε βασικό παίκτη στη νέα εποχή των ναυτιλιακών καυσίμων, καθώς συγκεντρώνει το ενδιαφέρον τόσο των ναυτιλιακών εταιρειών όσο και της ευρύτερης αγοράς. Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου των καυσίμων, πρόκειται για μια τεχνολογία ώριμη και δοκιμασμένη, με τα πλεονεκτήματά της να εντοπίζονται στη χαμηλή ανάγκη για προσθήκη Marine Gas Oil (MGO) κατά τη λειτουργία των μηχανών και στη δυνατότητα έγχυσης νερού, που περιορίζει τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx). Επιπλέον, οι δεξαμενές μεθανόλης μπορούν να τοποθετηθούν με σχετική ευκολία, ακόμη και αξιοποιώντας υπάρχουσες δεξαμενές έρματος, αρκεί να πληρούνται οι απαραίτητοι κανόνες ασφάλειας.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία δηλώνει παρούσα και έτοιμη να υποστηρίξει την κατασκευή νέων ακτοπλοϊκών πλοίων που θα ανταποκρίνονται στις νέες περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Ωστόσο, η πρόοδος του εγχειρήματος εξαρτάται από κρίσιμους παράγοντες, όπως η ενίσχυση της συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η διαμόρφωση ενός λειτουργικού μηχανισμού “Fund & Reward” –με στόχο την επαναεπένδυση των εσόδων από τον ευρωπαϊκό φόρο άνθρακα στον ναυτιλιακό κλάδο– καθώς και η πλήρης αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων που είναι διαθέσιμα για την πράσινη μετάβαση των θαλάσσιων μεταφορών.
Στα τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ εκτιμάται ότι ανέρχεται το συνολικό κόστος για την ανανέωση του γηρασμένου ελληνικού ακτοπλοϊκού στόλου, με στόχο την εναρμόνιση με τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του κλάδου σε βάθος χρόνου. Το κρίσιμο αυτό ζήτημα βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων του 8ου Posidonia Sea Tourism Forum, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της ναυτιλίας και στελεχών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου, Μανώλης Κουτουλάκης, τόνισε πως έως το 2030 θα χρειαστεί να αντικατασταθούν περίπου 70 με 75 πλοία, τα περισσότερα εκ των οποίων πλησιάζουν το τέλος του κύκλου ζωής τους και δεν πληρούν τα νέα, αυστηρότερα όρια εκπομπών. Όπως επισήμανε, η πρόκληση δεν περιορίζεται στην τεχνική προσαρμογή αλλά επεκτείνεται στην αναζήτηση και διαμόρφωση κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτήρισε αναγκαία τη συνεχή και ενεργή διαβούλευση με την αγορά, αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να διασφαλιστεί πρόσβαση σε κοινοτικούς πόρους και να διευκολυνθεί η μετάβαση προς μια νέα, βιώσιμη εποχή για την ελληνική ακτοπλοΐα.
Σοβαρές ανησυχίες για το υψηλό κόστος και τις τεχνολογικές αβεβαιότητες που συνοδεύουν τη μετάβαση της ακτοπλοΐας σε πιο φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις εκφράστηκαν στο πλαίσιο του 8ου Posidonia Sea Tourism Forum. Ο CEO της Attica Group, Πάνος Δικαίος, επισήμανε πως οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις καλούνται να επενδύσουν σήμερα σε τεχνολογίες του αύριο, οι οποίες δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί, ενώ έφερε ως παράδειγμα τη χρήση βιοκαυσίμων σε πλοία της εταιρείας, τα οποία κοστίζουν έως και τρεις φορές περισσότερο από τα συμβατικά καύσιμα.
Στην ίδια γραμμή, ο CEO της Minoan Lines, Λουκάς Σιγάλας, αναφέρθηκε στον σχεδιασμό δύο νέων οικολογικών πλοίων που θα προστεθούν στον στόλο της εταιρείας το 2028 για τη γραμμή Πειραιάς–Μήλος–Κρήτη, τονίζοντας ότι, παρά τη σημασία του εγχειρήματος, το κόστος της πράσινης μετάβασης παραμένει εξαιρετικά υψηλό.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στην ανάγκη επενδύσεων σε υποδομές λιμένων, ώστε να καταστεί εφικτή η ηλεκτροδότηση των πλοίων κατά τον ελλιμενισμό τους. Αυτό θα επιτρέψει τον περιορισμό των εκπομπών ρύπων στα νησιά και θα ενισχύσει τη συνολική περιβαλλοντική στρατηγική του κλάδου.
Η Γενική Διευθύντρια της Golden Star Ferries, Χρυσάνθη Στεφάνου, κατέθεσε έναν πιο ρεαλιστικό και επιφυλακτικό τόνο, εκφράζοντας ανοιχτά τις ανησυχίες των μικρομεσαίων εταιρειών. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, «δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας», υπογραμμίζοντας πως χωρίς κρατική στήριξη τέτοιες επενδύσεις είναι πρακτικά ανέφικτες.
Η κοινή συνισταμένη όλων των τοποθετήσεων ήταν πως η πράσινη μετάβαση της ακτοπλοΐας δεν είναι απλώς αναγκαία, αλλά αποτελεί μονόδρομο. Ωστόσο, προϋποθέτει στρατηγικό σχεδιασμό, ισχυρή πολιτική βούληση και κυρίως εξασφαλισμένη πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Όπως σημείωσε ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ναυτιλίας, Μανώλης Κουτουλάκης, η μετάβαση δεν μπορεί να γίνει σε βάρος των νησιωτών, ούτε με τίμημα την απομόνωση των νησιών: «Δεν θα πληρώσουν οι νησιώτες, ούτε θα μείνουν χωρίς πλοία».
Με 47 ταχύπλοα να έχουν δηλώσει δρομολόγια για το καλοκαίρι του 2025, η ελληνική ακτοπλοΐα εισέρχεται σε περίοδο ενίσχυσης, προσφέροντας ευρύτερη κάλυψη νησιωτικών προορισμών και προοπτικές τιμολογιακής σταθερότητας. Η σταδιακή ενεργοποίηση των δρομολογίων ξεκίνησε ήδη από τα μέσα Απριλίου, με την κορύφωση να αναμένεται εντός Μαΐου και το σύνολο του ακτοπλοϊκού έργου να έχει αναπτυχθεί πλήρως έως τις αρχές Ιουνίου.
Οι ακτοπλοϊκές εταιρείες προσαρμόζουν δυναμικά τα δρομολόγιά τους ανάλογα με τη ζήτηση, με στόχο την κάλυψη των αυξημένων αναγκών του τουριστικού κοινού που επιλέγει τα νησιά για τις θερινές του διακοπές. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα ταχύπλοα, τα οποία δεν επιβαρύνονται από την υποχρεωτική χρήση του νέου, χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο ναυτιλιακού καυσίμου που τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Μαΐου. Σε αυτό προστίθεται και η μείωση κατά 50% των λιμενικών τελών, στοιχείο που –σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου– δημιουργεί περιθώριο για ενδεχόμενες μειώσεις τιμών, όπου αυτό είναι εφικτό.
Οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερές, γεγονός που οφείλεται αφενός στην κρατική παρέμβαση για μείωση των λιμενικών χρεώσεων και αφετέρου στη συγκυριακή αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών καυσίμων. Η τροπολογία του Υπουργείου Ναυτιλίας για τη μείωση των τελών εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική στήριξης του κλάδου, ενόψει μιας απαιτητικής τουριστικής σεζόν.
Αν και οι εταιρείες αντιμετωπίζουν πίεση για αυξήσεις της τάξης του 12-15% εξαιτίας των νέων κανονισμών καυσίμων, η συνδυαστική επίδραση δημόσιων παρεμβάσεων και αγοραίων εξελίξεων έχει –προς το παρόν– αποτρέψει την αύξηση των ναύλων, διατηρώντας την ακτοπλοϊκή σύνδεση των νησιών προσιτή για το επιβατικό κοινό.
Παρά το αυξημένο κόστος λειτουργίας και τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα, οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων παραμένουν συγκρατημένες, κυρίως χάρη στις στρατηγικές παρεμβάσεις στήριξης που έχει υιοθετήσει το Υπουργείο Ναυτιλίας. Όπως επισημαίνουν αρμόδιοι φορείς, η αγορά ακτοπλοΐας –όπως και η αεροπορική– είναι πλήρως απελευθερωμένη και υπόκειται στους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, γεγονός που αποκλείει οποιαδήποτε άμεση κρατική παρέμβαση στον καθορισμό των ναύλων.
Ωστόσο, μέσα από μέτρα όπως η μείωση των λιμενικών τελών και η ενίσχυση των ακτοπλοϊκών υποδομών, η Πολιτεία επιχειρεί να εξισορροπήσει τις πιέσεις του κόστους, ώστε να μην περάσουν άμεσα στους επιβάτες. Η θερινή περίοδος του 2025 εξελίσσεται έτσι σε καθοριστική συγκυρία για την προσβασιμότητα των νησιών, την ποιότητα των θαλάσσιων μεταφορών και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στη νησιωτική Ελλάδα, σε μια περίοδο όπου οι προκλήσεις είναι μεγάλες, αλλά και οι ευκαιρίες για ανανέωση του κλάδου μοναδικές.
Σε μια πρωτοβουλία με καθοριστικές επιπτώσεις για το μέλλον της ελληνικής ακτοπλοΐας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακοίνωσε την έναρξη κλαδικής έρευνας στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, κατόπιν απόφασης που ελήφθη στις 15 Απριλίου 2025, με βάση το άρθρο 40 του νόμου 3959/2011. Η έρευνα αποσκοπεί στη χαρτογράφηση των συνθηκών ανταγωνισμού, της διαμόρφωσης τιμών και της δομής της αγοράς, με στόχο την αντιμετώπιση χρόνιων στρεβλώσεων και την ενίσχυση της λειτουργικότητας του κλάδου.
Η ακτοπλοΐα παραμένει κρίσιμη για την ελληνική οικονομία και την κοινωνική συνοχή των νησιών. Παρότι η παροχή υπηρεσιών γίνεται από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή υπενθυμίζει πως η φύση του έργου που επιτελούν είναι δημόσια, καθώς εξασφαλίζουν την καθημερινή διασύνδεση δεκάδων νησιωτικών περιοχών με την ηπειρωτική χώρα. Η προκαταρκτική αποτύπωση της αγοράς ανέδειξε σοβαρές στρεβλώσεις: δύο μεγάλοι όμιλοι ελέγχουν πάνω από το 60% του στόλου στις γραμμές μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, ενώ η είσοδος νέων παικτών παραμένει περιορισμένη, παρότι η αγορά θεωρητικά είναι απελευθερωμένη μετά την κατάργηση του καμποτάζ.
Παρά τις συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας, η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών εμφανίζεται άνιση και σε πολλές περιπτώσεις ανεπαρκής. Οι κρατικές επιδοτήσεις για μη εμπορικά ελκυστικές γραμμές αυξήθηκαν θεαματικά: από 10 εκατομμύρια ευρώ το 2001 σε 152 εκατομμύρια το 2024, χωρίς ωστόσο αντίστοιχη αναβάθμιση του συνολικού επιπέδου εξυπηρέτησης. Παράλληλα, το δίκτυο παραμένει υπερσυγκεντρωμένο γύρω από τον Πειραιά, δημιουργώντας ασυμμετρίες στην περιφερειακή συνδεσιμότητα, ενώ στις λιμενικές υποδομές –ιδίως στα μικρότερα νησιά– εντοπίζονται σημαντικές ελλείψεις.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καταγράφει, επίσης, προβλήματα στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την ελεύθερη δρομολόγηση: η απουσία σαφών κανόνων επιτρέπει φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού και αποτρέπει την αποτελεσματική κάλυψη των αναγκών. Επιπλέον, η αστάθεια στους φορείς εποπτείας έχει οδηγήσει σε ρυθμιστική σύγχυση, καθιστώντας την εφαρμογή πολιτικής ιδιαίτερα δύσκολη.
Η έρευνα κινείται ανεξάρτητα από τις υφιστάμενες εξετάσεις πιθανών παραβάσεων του νόμου περί ανταγωνισμού και τους επιτόπιους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2024. Αναμένεται να καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για τον εξορθολογισμό του πλαισίου λειτουργίας και την ενίσχυση του ανταγωνισμού σε έναν κλάδο που αποτελεί νευραλγικό κρίκο της εθνικής συνοχής.