12 Μαΐου, 2025
Διεθνή

Επιμένουν οι Γερμανοί για την επιστροφή μεταναστών στην Ελλάδα

Η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου της Λειψίας φέρνει στο προσκήνιο ένα θέμα που εδώ και χρόνια προκαλεί εντάσεις και αμφιθυμίες στις ευρωπαϊκές σχέσεις: τη διαχείριση της προσφυγικής πολιτικής υπό το βάρος του Δουβλίνου III και των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών των κρατών-μελών. Με το νέο νομικό πλαίσιο που ορίζει η απόφαση, επιτρέπεται πλέον στη Γερμανία να απορρίπτει αιτήσεις ασύλου που προέρχονται από άτομα που έχουν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν πια συνθήκες που θα καθιστούσαν την επιστροφή τους εξευτελιστική ή απάνθρωπη. Πρόκειται κυρίως για νεαρούς άνδρες χωρίς οικογένεια, χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας και χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας – μια ομάδα που έως πρόσφατα βρισκόταν στο επίκεντρο της συζήτησης περί απελάσεων, ακριβώς λόγω των συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στην Ελλάδα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, για την παραπάνω κατηγορία προσφύγων, η κατάσταση στην Ελλάδα δεν συνιστά πια αυτομάτως παραβίαση του άρθρου 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το οποίο απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι απομονωμένη από την πολιτική συγκυρία: αφενός η Γερμανία αναζητεί τρόπους να περιορίσει τον αριθμό αιτήσεων ασύλου, και αφετέρου η Ελλάδα, αν και πρώτη χώρα υποδοχής, πιέζεται εδώ και χρόνια από τον υπερκορεσμό των υποδομών και την ανεπαρκή ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.

Ο πολιτικός απόηχος της απόφασης ήταν άμεσος. Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου της Ελλάδας, Μάκης Βορίδης, έσπευσε να σχολιάσει ότι η χώρα δεν θα είναι ιδιαίτερα «φιλική» σε τυχόν μαζικές επιστροφές προσφύγων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη δίκαιης κατανομής των προσφύγων στην ΕΕ. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα, ενώ επισήμως δεν αμφισβητεί την απόφαση, διατυπώνει εμμέσως πλην σαφώς την αντίθεσή της σε μια εξέλιξη που ενδέχεται να αυξήσει την πίεση σε ένα ήδη επιβαρυμένο σύστημα φιλοξενίας.

Από τη γερμανική πλευρά, το Υπουργείο Εσωτερικών εμφανίζεται καθησυχαστικό αλλά αποφασιστικό: «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χαιρετίζει την απόφαση», αναφέρει ο εκπρόσωπος του Υπουργείου, προσθέτοντας πως εφεξής, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων (BAMF) θα στηρίζει τις απορρίψεις αιτήσεων βάσει αυτής της νομικής τοποθέτησης. Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση δεν είναι απλώς συμβολική ή περιορισμένου αντίκτυπου, αλλά μπορεί να σηματοδοτήσει μια πολιτική στροφή σε σχέση με τις επιστροφές μεταναστών εντός της ΕΕ.

Η απόφαση αυτή αναμένεται να έχει άμεσες πρακτικές συνέπειες: βάσει των στοιχείων που παραθέτει η γερμανική κυβέρνηση, 26.540 αιτούντες άσυλο που έχουν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα υπέβαλαν αίτηση στη Γερμανία το 2024, ενώ μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2025 ο αριθμός αυτών των αιτήσεων ανήλθε ήδη στις 7.470. Πρόκειται για μια όχι αμελητέα ομάδα ανθρώπων που έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα και προσπαθεί να επανεκκινήσει την προσφυγική διαδικασία σε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον. Η σταθερή προτίμηση προσφύγων στη Γερμανία δεν είναι τυχαία· αφορά τη μεγαλύτερη υποστήριξη, τα καλύτερα επιδόματα, τις δυνατότητες εργασίας και την πρόσβαση σε υγειονομική και εκπαιδευτική μέριμνα – συνθήκες που στις περισσότερες περιπτώσεις υπερβαίνουν τα διαθέσιμα στην Ελλάδα.

Ωστόσο, η γερμανική πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί με απλή διοικητική πράξη. Παρά τη δικαστική επικύρωση της νομιμότητας τέτοιων επιστροφών, το ζήτημα είναι ποιος τις εφαρμόζει και με τι μέσα. Όπως διευκρινίζει το Υπουργείο Εσωτερικών, η τελική εφαρμογή ανήκει στα ομόσπονδα κρατίδια, τα οποία συχνά δρουν με διαφορετικούς ρυθμούς και προτεραιότητες. Η Γερμανία μπορεί να διαμορφώσει μια γενική γραμμή πολιτικής, αλλά η πρακτική εφαρμογή των απελάσεων εξαρτάται από τη βούληση και τις δυνατότητες κάθε κρατιδίου. Επιπλέον, η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει σαφές χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των πρώτων επιστροφών, υπονοώντας ότι οι διαδικασίες είναι ακόμη υπό διαμόρφωση.

Παράλληλα, η αναφορά στην «κατάσταση των συνθηκών διαβίωσης» ως πλέον αποδεκτή στην Ελλάδα εγείρει ερωτήματα. Αν και η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση σε ορισμένες δομές φιλοξενίας, η πραγματικότητα παραμένει σύνθετη και άνιση. Υπάρχουν ακόμη camp με ελλιπή πρόσβαση σε θέρμανση, καθαριότητα και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, ενώ τα προγράμματα ένταξης στον αστικό ιστό είναι αποσπασματικά. Το γεγονός ότι η απόφαση περιορίζεται σε ανύπαντρους, υγιείς άνδρες δεν αναιρεί την ανάγκη για συνολική θεώρηση των συνθηκών ζωής των προσφύγων – ούτε προφανώς αντιμετωπίζει τις αιτίες που οδηγούν χιλιάδες αναγνωρισμένους πρόσφυγες να εγκαταλείπουν την Ελλάδα.

Επιπλέον, η απόφαση αυτή κινείται στο ευρύτερο πλαίσιο του νέου Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο στοχεύει στη δημιουργία ενός πιο δεσμευτικού μηχανισμού κατανομής βαρών μεταξύ των κρατών-μελών. Η πρακτική ωστόσο δείχνει πως, παρά τις διακηρύξεις, το βάρος συνεχίζει να πέφτει δυσανάλογα στις χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Ισπανία. Η απόφαση της Λειψίας ενδέχεται να δυσκολέψει την πίεση για ουσιαστική αλληλεγγύη, καθώς παρέχει σε κράτη-μέλη το νομικό έρεισμα για να απορρίπτουν αιτήσεις χωρίς να παραβιάζουν ευθέως το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Σε επίπεδο διπλωματίας, η απόφαση προφανώς θα δοκιμάσει τις ελληνογερμανικές σχέσεις στον μεταναστευτικό τομέα. Αν και το Βερολίνο επισημαίνει ότι βρίσκεται «σε συνεχή διάλογο» με την Αθήνα, η σιωπή γύρω από το περιεχόμενο των συζητήσεων φανερώνει μια εύθραυστη ισορροπία: η Γερμανία θέλει να περιορίσει τις ροές χωρίς να φανεί εχθρική απέναντι στην Ελλάδα, ενώ η Ελλάδα επιθυμεί να δείξει ότι είναι κράτος δικαίου αλλά όχι χώρα που μπορεί να μετατραπεί εκ νέου σε «αποθήκη ψυχών».

Η πραγματικότητα είναι ότι πολλές επιστροφές προσφύγων στο πλαίσιο του Κανονισμού του Δουβλίνου δεν υλοποιούνται ποτέ. Υπάρχουν σημαντικά νομικά εμπόδια, ανθρώπινα δράματα, ενστάσεις και εκκρεμοδικίες. Πολλοί πρόσφυγες εξαφανίζονται από τα γερμανικά καταλύματα προτού εκτελεστεί η απέλαση, ενώ άλλοι προσφεύγουν με επιτυχία στα διοικητικά δικαστήρια της Γερμανίας, επικαλούμενοι εξατομικευμένες συνθήκες ευαλωτότητας. Είναι αμφίβολο αν η εφαρμογή της απόφασης του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Λειψίας θα είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Παρά την σαφή νομική βάση που έθεσε η απόφαση, η πρακτική εφαρμογή της ενδέχεται να συναντήσει πολλές αντιστάσεις και εμπόδια.

Από την πλευρά της Ελλάδας, η εφαρμογή ενός συστήματος επιστροφών στο πλαίσιο των αποφάσεων του Δουβλίνου παραμένει ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, που συνδυάζει πολιτικά, κοινωνικά και ανθρωπιστικά ζητήματα. Η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την πρόκληση να ισχυριστεί, για άλλη μια φορά, ότι οι συνθήκες διαβίωσης για ορισμένες κατηγορίες προσφύγων δεν πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια που θέτει η ΕΕ για την προστασία των δικαιωμάτων τους. Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις στις προσφυγικές δομές τα τελευταία χρόνια, η ελληνική πλευρά θα συνεχίσει να επισημαίνει τις αδυναμίες που υπάρχουν σε σχέση με την υποδοχή και ένταξη των προσφύγων, ιδίως με την περιορισμένη στήριξη από την ΕΕ και την έλλειψη μακροπρόθεσμων λύσεων.

Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί κύρια πύλη εισόδου για την Ευρώπη, και ο υπερπληθυσμός στις δομές φιλοξενίας ή τα αυξανόμενα φαινόμενα κοινωνικής και οικονομικής απομόνωσης των προσφύγων δημιουργούν μία τεράστια πίεση. Η αυστηρότητα στις επιστροφές, όπως αυτή που αποφασίστηκε στην Γερμανία, ενδέχεται να δημιουργήσει νέα προβλήματα εντός της Ελλάδας, ειδικά εάν οι επιστροφές πραγματοποιούνται χωρίς τη συμφωνία και τη συνεργασία των αρχών και της κοινωνίας. Η άμεση και χωρίς προετοιμασία επανεισδοχή προσφύγων στην Ελλάδα ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις, ανατροπή της δημόσιας τάξης ή ακόμα και σε κοινωνική αντίδραση από τους τοπικούς πληθυσμούς.

Η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί περαιτέρω αν η Γερμανία και άλλα κράτη της ΕΕ συνεχίσουν να εφαρμόζουν πολιτικές «ανακατεύθυνσης» χωρίς την ουσιαστική συνεργασία των χωρών υποδοχής. Το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, αν και έχει σχεδιαστεί για να μοιράζεται η ευθύνη, εντούτοις συχνά αποδεικνύεται δύσκολο στην πράξη. Οι πολιτικές αποδοχής ή απόρριψης αιτήσεων ακολουθούν διαφορετικές ταχύτητες και ποσοστά επιτυχίας σε κάθε κράτος μέλος, και ενδέχεται να δημιουργηθούν ανισότητες στον τρόπο αντιμετώπισης των προσφύγων.

Η κατάσταση αυτή δεν εξαντλείται όμως στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Στην ευρύτερη Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ανισότητες στον τρόπο που διαχειρίζεται το κάθε κράτος-μέλος τη μετανάστευση ενδέχεται να δημιουργήσουν νέο κύμα αμφισβήτησης και ανησυχίας. Ειδικά αν άλλες χώρες, βλέποντας την απόφαση αυτή της Γερμανίας, υιοθετήσουν παρόμοιες πρακτικές, το σύστημα του Δουβλίνου ενδέχεται να κλονιστεί ακόμα περισσότερο. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Λειψίας, αν επεκταθούν και σε άλλες χώρες, μπορεί να προσθέσουν βάρος στις ήδη πιεσμένες χώρες πρώτης υποδοχής, ενισχύοντας το αίσθημα της αδικίας και της αλληλεγγύης.

Αντίστοιχα, ο ρόλος των διεθνών οργανισμών και των ανθρωπιστικών οργανώσεων αποκτά καθοριστική σημασία. Οι οργανώσεις, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM), η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και άλλοι φορείς, ενδέχεται να χρειαστεί να αναλάβουν έναν πιο ενεργό ρόλο στην παρακολούθηση των συνθηκών διαβίωσης και στην υποστήριξη των μεταναστών που απειλούνται με επιστροφή σε χώρες όπως η Ελλάδα. Η συνεργασία μεταξύ κράτους και μη κυβερνητικών οργανώσεων θα είναι καθοριστική στην αντιμετώπιση των ανθρωπιστικών προκλήσεων που αναμένεται να προκύψουν.

Περισσότερο από όλα, η πρόσφατη απόφαση ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, όπου η δικαστική εξουσία αποκτά μεγαλύτερη σημασία στην ερμηνεία των κανόνων. Οι δικαστικές αποφάσεις, όπως αυτή του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, επηρεάζουν άμεσα τις πολιτικές των κρατών-μελών και διαμορφώνουν το μέλλον των προσφύγων στην Ευρώπη. Η πολιτική διαχείριση των προσφύγων, που συνδέεται με τις αποφάσεις των δικαστηρίων, θα είναι συνεχώς στο επίκεντρο, και οι σχέσεις μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που θα εφαρμοστούν αυτές οι αποφάσεις.

Η εφαρμογή της απόφασης στην καθημερινότητα των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο θα είναι καθοριστική για την επόμενη μέρα της ευρωπαϊκής μετανάστευσης. Τα ερωτήματα γύρω από τη διάρκεια και τον αντίκτυπο της πολιτικής αυτής παραμένουν ανοιχτά και ο χρόνος θα δείξει πόσο οι διεθνείς και ευρωπαϊκές αρχές θα είναι ικανές να επιτύχουν την ισορροπία ανάμεσα στη διαχείριση των ροών, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής συνοχής σε κάθε κράτος μέλος.