Δεκαεπτά χρόνια μετά την κατρακύλα της Ελλάδας στην κατηγορία «junk» των οίκων αξιολόγησης, μια νέα αναβάθμιση από τον Standard & Poor’s προσφέρει αφορμή για αισιοδοξία – έστω και συγκρατημένη. Η κυβέρνηση δεν παρέλειψε να χαιρετήσει το γεγονός, κάνοντας λόγο για «ισχυρό σήμα εμπιστοσύνης» και «δυναμική επιστροφή της Ελλάδας στον επενδυτικό χάρτη». Όμως αυτή τη φορά, οι πανηγυρισμοί ακούγονται πιο μετριοπαθείς. Ίσως επειδή, για την κοινωνία, το βίωμα δεν ακολουθεί τη βαθμολογία.
Η δήλωση του υπουργού Οικονομίας Κυριάκου Πιερρακάκη περί «δημοσιονομικής σταθερότητας ως ασφαλούς διόδου από την κρίση» δείχνει να αγνοεί μια κρίσιμη διάσταση: σταθερότητα για ποιους; Όταν η ανεργία παραμένει υψηλή, η ακρίβεια επιμένει, οι νέοι συνεχίζουν να μεταναστεύουν και η μεσαία τάξη ασφυκτιά, η αναβάθμιση μοιάζει με τίτλο χωρίς περιεχόμενο για τον μέσο πολίτη.
Η σκιά των πρωτογενών πλεονασμάτων
Η νέα θέση της Ελλάδας στη βαθμίδα αξιολόγησης συνοδεύεται από σκληρούς όρους: πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,7% έως το 2028. Αυτό σημαίνει ότι η δημοσιονομική «επιτυχία» θα συνεχίσει να στηρίζεται σε υπερφορολόγηση, έμμεσους φόρους και περιορισμένες κοινωνικές δαπάνες. Με απλά λόγια, η κοινωνία θα συνεχίσει να «ματώνει» για να κρατηθεί ψηλά ο δείκτης του αξιόχρεου, την ώρα που η πραγματική οικονομία παραμένει ασθενική.
Τα κυβερνητικά αφηγήματα περί «αλλαγής παραγωγικού μοντέλου» δεν έχουν ακόμα υλοποιηθεί σε συγκεκριμένες, στοχευμένες πολιτικές. Αντιθέτως, η κατανομή των κονδυλίων συνεχίζει να εξυπηρετεί «ημετέρους» μέσω απευθείας αναθέσεων, ενώ το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί περισσότερο ως καρτέλ παρά ως αναπτυξιακός μοχλός, αποκλείοντας τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και τον αγροτικό κόσμο από τη ρευστότητα.
Το αθέατο κόστος της «επιτυχίας»
Η διαχειριστική λογική του Μαξίμου φαίνεται να περιορίζεται στο τρίπτυχο: σταθερότητα, φθηνός δανεισμός, καταναλωτική ευχέρεια με δανεικά. Ωστόσο, αυτό το μοντέλο δεν δίνει απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα: Πώς θα αλλάξει η δομή της ελληνικής παραγωγής; Ποια στρατηγική έχει η χώρα για την καινοτομία, τη μεταποίηση, την επιστροφή των νέων επιστημόνων; Πώς θα καλυφθούν τα τεράστια κοινωνικά ελλείμματα που κληροδότησε η δεκαετία των μνημονίων;
Την ίδια στιγμή, οι πολίτες καλούνται να καταβάλλουν το τίμημα της «δημοσιονομικής προσαρμογής» χωρίς καμία ουσιαστική συμμετοχή στη διανομή των ωφελημάτων. Η συνταγματική αρχή της αναλογικής κατανομής των βαρών μένει στα χαρτιά. Οι «φιλήσυχοι φορολογούμενοι» συνεχίζουν να σηκώνουν το βάρος μιας πολιτικής που δεν τους συμπεριλαμβάνει στην «ανάπτυξη».
Η εθνική τύχη σε χέρια ανθυπομετριότητων;
Το πολιτικό προσωπικό δείχνει να αρκείται σε λογιστικού χαρακτήρα «επιτυχίες», χωρίς σχέδιο για τη στρατηγική τοποθέτηση της χώρας στον νέο γεωοικονομικό χάρτη. Η συστηματική απουσία δημόσιου διαλόγου για τη μελλοντική φυσιογνωμία της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ανησυχητική κατάσταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, εγείρει εύλογα ερωτήματα για το αν η Ελλάδα οικοδομεί μια βιώσιμη προοπτική ή απλώς κερδίζει χρόνο μέχρι την επόμενη κρίση.