13 Μαΐου, 2025
Ελλάδα

Εικονικότητα στο Αστικό Δίκαιο: Πότε μία σύμβαση είναι “σαν να μην έγινε ποτέ”

Το Αστικό Δίκαιο ρυθμίζει περιπτώσεις δικαιοπραξιών που δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα λόγω ελαττωμάτων. Μεταξύ αυτών διακρίνονται οι ανυπόστατες, οι άκυρες και οι ακυρώσιμες δικαιοπραξίες. Οι άκυρες δικαιοπραξίες περιλαμβάνουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία αλλά, λόγω ελαττώματος, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Ο Αστικός Κώδικας προβλέπει διάφορες περιπτώσεις ακυρότητας, όπως η δικαιοπρακτική ανικανότητα (130 ΑΚ), η απαγορευμένη (174 ΑΚ) και η ανήθικη δικαιοπραξία (178 ΑΚ), η παραβίαση απαγόρευσης διάθεσης (175–177 ΑΚ), η αισχροκέρδεια (179 περ. β ΑΚ) και η εικονικότητα (138–139 ΑΚ).

Οι άκυρες δικαιοπραξίες θεωρούνται νομικά ανυπόστατες και η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς ανάγκη αγωγής, αν και υπάρχει δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στον άκυρο γάμο ή σε άκυρη απόφαση γενικής συνέλευσης σωματείου, απαιτείται αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας. Το δικαίωμα επίκλησης ακυρότητας δεν παραγράφεται αλλά υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία. Διακρίνεται σε απόλυτη (προστασία δημόσιας τάξης) και σχετική (προστασία συγκεκριμένων προσώπων).

Η εικονικότητα συνιστά περίπτωση απόλυτης ακυρότητας. Πρόκειται για δηλώσεις βούλησης που δεν εκφράζουν αληθινή πρόθεση και έχουν σκοπό να παραπλανήσουν τρίτους ως προς την ύπαρξη έννομης μεταβολής. Εικονικές μπορεί να είναι τόσο συμβάσεις όσο και μονομερείς δικαιοπραξίες, ακόμη και διαθήκες. Δεν αναγνωρίζεται εικονικότητα σε δικαιοπραξίες που απαιτούν συμμετοχή δημόσιας αρχής, όπως ο γάμος ή το διαζύγιο. Αν υφίσταται αντιπροσώπευση, η κρίση περί εικονικότητας γίνεται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου, και απαιτείται διμερής γνώση αυτής.

Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας επέρχεται αυτοδικαίως και μπορεί να προταθεί είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με ένσταση, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, πλην της καταχρηστικής άσκησης (281 ΑΚ). Η εικονικότητα μπορεί να είναι απόλυτη (όταν δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία) ή σχετική (όταν καλύπτει άλλη, έγκυρη δικαιοπραξία με διαφορετικό περιεχόμενο). Στη σχετική εικονικότητα, η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι έγκυρη εφόσον τα μέρη την επιδίωκαν, έχει τηρηθεί ο απαιτούμενος τύπος και δεν αντίκειται στο νόμο.

Ιδιαίτερη σημασία έχει το άρθρο 139 ΑΚ, που προστατεύει τον καλόπιστο συναλλασσόμενο: η ακυρότητα λόγω εικονικότητας δεν τον βλάπτει, εφόσον αγνοούσε την εικονικότητα. Για την εφαρμογή της διάταξης απαιτείται το πρόσωπο να είναι συμβαλλόμενο και να τελούσε σε άγνοια της εικονικότητας. Υπάρχει ερμηνευτική διχογνωμία για το αν η άγνοια περιλαμβάνει και περιπτώσεις αμέλειας ή αν η βαριά αμέλεια αποκλείει την προστασία. Η διάταξη αφορά την εικονική και όχι την καλυπτόμενη δικαιοπραξία, η οποία ενδέχεται να βλάψει τον καλόπιστο συναλλασσόμενο.

Η νομολογία έχει ασχοληθεί με την εικονικότητα, όπως φαίνεται σε αποφάσεις όπως η ΑΠ 721/2011, ΑΠ 446/2018 και η 478/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η εικονικότητα προσκρούει στην αρχή της συναλλακτικής ειλικρίνειας και της γνησιότητας της βούλησης, θίγοντας την ασφάλεια των συναλλαγών. Η αντιμετώπισή της από τον νομοθέτη μέσω των άρθρων 138–139 ΑΚ αποσκοπεί στην προστασία της ουσίας της δικαιοπραξίας και της ασφάλειας του εμπορίου.