13 Μαΐου, 2025
Ελλάδα

Δημογραφικό: Πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα του 2050

Μέχρι το έτος 2050, η Ελλάδα αναμένεται να αντιμετωπίσει σημαντικές δημογραφικές προκλήσεις που θα επηρεάσουν καθοριστικά την κοινωνική, οικονομική και πολιτική της πραγματικότητα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των στατιστικών υπηρεσιών και διεθνών οργανισμών, ο πληθυσμός της χώρας θα παρουσιάσει σημαντική μείωση, καθώς από περίπου 10,5 εκατομμύρια που είναι σήμερα, εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στα 8,5 με 9 εκατομμύρια άτομα. Η συρρίκνωση αυτή αποδίδεται κυρίως στα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και τη συνεχιζόμενη μετανάστευση νέων στο εξωτερικό.

Η γήρανση του πληθυσμού είναι ένα από τα πλέον ανησυχητικά φαινόμενα. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών θα αυξηθεί δραματικά, ενώ το ποσοστό των νεότερων ηλικιών – και κυρίως των παιδιών και των νέων έως 24 ετών – θα μειωθεί αισθητά. Αυτό σημαίνει ότι η αναλογία εργαζόμενων προς συνταξιούχους θα επιβαρυνθεί σημαντικά, με άμεσες συνέπειες στο ασφαλιστικό σύστημα και στη βιωσιμότητα των κοινωνικών παροχών.

Η μείωση του ενεργού πληθυσμού ενδέχεται να οδηγήσει σε έλλειψη εργατικού δυναμικού, ειδικά σε τομείς όπως η γεωργία, η βιομηχανία, αλλά και οι υπηρεσίες υγείας και φροντίδας, που θα έχουν αυξημένες ανάγκες λόγω της γήρανσης. Επιπλέον, η εσωτερική γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού θα παρουσιάσει έντονες ανισορροπίες. Πολλές αγροτικές περιοχές και νησιά θα ερημώσουν, ενώ τα αστικά κέντρα θα συνεχίσουν να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, δημιουργώντας περαιτέρω πίεση στις υποδομές και στις υπηρεσίες τους. Παράλληλα, η πολυπολιτισμικότητα της ελληνικής κοινωνίας θα ενισχυθεί, καθώς η χώρα θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την εισροή μεταναστών για να καλύψει τα δημογραφικά και εργατικά της κενά. Αυτό θα απαιτήσει την ενίσχυση των πολιτικών ένταξης και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής.

Οι δημογραφικές εξελίξεις θα έχουν επίσης επιπτώσεις στην εκπαίδευση, με μείωση του μαθητικού πληθυσμού, αλλά και στην οικονομία, όπου η χαμηλή ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την καινοτομία και την παραγωγικότητα. Σε πολιτικό επίπεδο, οι δημογραφικές μεταβολές θα διαμορφώσουν νέες προτεραιότητες και θα ασκήσουν πιέσεις για μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση και η στήριξη της οικογένειας. Για την αντιμετώπιση της κρίσης, θα απαιτηθούν μακροπρόθεσμες στρατηγικές που να ενισχύουν τη γεννητικότητα, να στηρίζουν τις οικογένειες, να αξιοποιούν το ανθρώπινο δυναμικό και να προωθούν ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης που θα λαμβάνει υπόψη τη νέα πληθυσμιακή πραγματικότητα.

Η κατάσταση το 2050 δεν θα είναι αναστρέψιμη, αλλά μπορεί να μετριαστεί αν υπάρξει έγκαιρη κινητοποίηση και ουσιαστική επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.

Στην τελευταία του μελέτη με τίτλο «Δημογραφική γήρανση, πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας και απασχολούμενοι στην Ελλάδα στον ορίζοντα του 2050», ο Βύρων Κοτζαμάνης, αφυπηρέτησας καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), αναλύει με πληρότητα τις επιπτώσεις των δημογραφικών εξελίξεων που αναμένεται να μετασχηματίσουν ριζικά τη δομή του πληθυσμού της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες. Το επίκεντρο της ανάλυσης αφορά τις μεταβολές σε δύο βασικές ηλικιακές ομάδες: τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας, δηλαδή τα άτομα μεταξύ 20 και 64 ετών, και τον πληθυσμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, οι οποίοι θεωρούνται παραδοσιακά ως εξαρτημένοι, αν και – όπως επισημαίνει ο καθηγητής – αυτή η αντίληψη δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, καθώς ένα ποσοστό των ατόμων 65+ παραμένει ενεργό στην αγορά εργασίας και στο μέλλον ενδέχεται να αυξηθεί.

Η μελλοντική εξέλιξη της ηλικιακής ομάδας των 20-64 ετών παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα ανησυχητική. Ο πληθυσμός αυτής της κατηγορίας αναμένεται να μειωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα, εξέλιξη που αποδίδεται κυρίως στη διαχρονική πτώση της γεννητικότητας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι γενιές που τεκνοποίησαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες απέκτησαν κατά μέσο όρο 2,2 παιδιά ανά γυναίκα, ωστόσο όσες γεννήθηκαν γύρω στο 1960 τεκνοποίησαν με μέσο όρο δύο παιδιά, ενώ οι γενιές που γεννήθηκαν περί το 1985 απέκτησαν λιγότερα από 1,5 παιδί ανά γυναίκα. Αυτή η σταδιακή μείωση της διαγενεακής γονιμότητας αποτυπώνεται καθαρά στις γεννήσεις, οι οποίες άρχισαν να μειώνονται ήδη από το 1980 και η πτωτική τους πορεία επιταχύνθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Η επιτάχυνση αυτή συνδέεται με μια παράλληλη πτώση του αριθμού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, η οποία έχει πλέον λάβει σταθερό χαρακτήρα, καθώς δεν διαφαίνεται αντιστροφή αυτής της τάσης στις επόμενες δεκαετίες. Οι συνέπειες αυτής της δυναμικής είναι ήδη ορατές: η μείωση των γεννήσεων οδήγησε αρχικά στη μείωση του πληθυσμού των παιδιών και εφήβων (0-19 ετών), ακολούθως στη μείωση των νέων ενηλίκων (20-44 ετών), και τελικά στη σταδιακή μείωση και του πληθυσμού των μεγαλύτερων εργάσιμων ηλικιών (45-64 ετών). Αν και η είσοδος οικονομικών μεταναστών μετά το 1990 καθυστέρησε εν μέρει αυτή τη συρρίκνωση του πληθυσμού κάτω των 65 ετών, δεν ήταν επαρκής για να ανατρέψει τη συνολική καθοδική πορεία.

Παράλληλα με την αποδυνάμωση του εργάσιμου πληθυσμού, καταγράφεται συνεχής και έντονη αύξηση του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω. Αυτή η αύξηση οφείλεται στην είσοδο στις μεγαλύτερες ηλικίες γενεών που γεννήθηκαν προ του 1980, όταν οι γεννήσεις στην Ελλάδα διατηρούνταν ακόμη σε υψηλά επίπεδα, αλλά και στη σημαντική άνοδο του προσδόκιμου ζωής, η οποία με τη σειρά της αποτελεί απόρροια της εντυπωσιακής μείωσης της θνησιμότητας από τη δεκαετία του 1950 και μετά. Το αποτέλεσμα είναι η ταχεία επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαπενταετία.

Ένας επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας για την πληθυσμιακή γήρανση είναι το μεταναστευτικό ισοζύγιο της χώρας, το οποίο υπήρξε αρνητικό για μεγάλο διάστημα, με περισσότερες αποχωρήσεις από αφίξεις. Η μεταναστευτική έξοδος αφορά κυρίως άτομα ηλικίας 25-45 ετών, δηλαδή άτομα σε φάση έντονης επαγγελματικής και αναπαραγωγικής δραστηριότητας. Στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου για αυτό το φαινόμενο βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά το λεγόμενο «brain drain» —η φυγή νέων Ελλήνων με υψηλή εκπαίδευση—, ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης, μεγάλο μέρος όσων εγκατέλειψαν τη χώρα μετά το 2000 δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αντιθέτως, πρόκειται για Έλληνες και αλλοδαπούς με μεσαίο ή χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, των οποίων η απουσία έχει ήδη αφήσει αισθητό κενό σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που εξαρτώνται από εργατικό δυναμικό μέσης ειδίκευσης.

Η εικόνα που διαγράφεται για την Ελλάδα του 2050 είναι αυτή μιας χώρας με εμφανώς μειωμένο και έντονα γερασμένο πληθυσμό, με συρρικνωμένη εργατική δύναμη και αυξημένες κοινωνικές και οικονομικές απαιτήσεις για την υποστήριξη του γηραιότερου πληθυσμού. Οι δημογραφικές εξελίξεις καθιστούν αναγκαία την επανεξέταση των πολιτικών στον τομέα της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας και της μεταναστευτικής στρατηγικής. Χωρίς έγκαιρες και καλά στοχευμένες παρεμβάσεις, η Ελλάδα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει σοβαρές ανισορροπίες που θα επηρεάσουν τη συνοχή και τη βιωσιμότητα της κοινωνίας της.

Σύμφωνα με την ανάλυση του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη, η ομάδα των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω είναι η μοναδική ηλικιακή κατηγορία του ελληνικού πληθυσμού που αναμένεται να αυξηθεί αισθητά τις επόμενες δεκαετίες. Από το 24% του συνολικού πληθυσμού που αποτελούν σήμερα, προβλέπεται να ξεπεράσουν το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας έως τις αρχές της δεκαετίας του 2050. Αντιθέτως, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας, υπό την προϋπόθεση ότι το μεταναστευτικό ισοζύγιο θα παραμείνει μηδενικό, προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,3 έως 1,5 εκατομμύρια άτομα την περίοδο 2025-2050. Η μείωση αυτή θα προέλθει κατά κύριο λόγο από τη συρρίκνωση του πληθυσμού κάτω των 65 ετών και ειδικά από την ομάδα των 20-64 ετών, που αποτελεί τον κορμό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας.

Με δεδομένη αυτή την αναμενόμενη μείωση, ο καθηγητής θέτει το κρίσιμο ερώτημα εάν –και υπό ποιες συνθήκες– είναι εφικτό το πλήθος των απασχολουμένων στις ηλικίες 20-64 να διατηρηθεί έως το 2050 στα επίπεδα του 2025, δηλαδή περίπου στα 4 εκατομμύρια. Ο ίδιος διατυπώνει ότι αυτός ο στόχος, αν τεθεί, μπορεί να επιτευχθεί υπό δύο συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, απαιτείται ουσιαστική αύξηση της συμμετοχής των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών στην απασχόληση, που σήμερα είναι ιδιαίτερα χαμηλή.

Αυτό οφείλεται κυρίως στα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των γυναικών σε όλες τις ηλικίες – ένα από τα μεγαλύτερα χάσματα φύλου στην Ευρώπη – αλλά και στα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στην εργασία των νεότερων (20-29 ετών) και των μεγαλύτερων (55-64 ετών), καθώς και στα υψηλά επίπεδα ανεργίας. Αν αυτό το ποσοστό συμμετοχής αυξηθεί σταδιακά από 67% σήμερα σε 82% έως το 2050, τότε η μείωση των εργαζομένων στην εν λόγω ηλικιακή ομάδα θα περιοριστεί αισθητά. Πιο συγκεκριμένα, ακόμα και αν ο πληθυσμός των 20-64 μειωθεί κατά 1,68 εκατομμύρια (από 5,95 σε 4,27 εκατ.), ο αριθμός των εργαζομένων το 2050 θα φτάσει τα 3,5 εκατομμύρια, σε σχέση με τα 4,015 εκατομμύρια του 2025, δηλαδή μια διαφορά της τάξεως των 515.000. Αυτό σημαίνει ότι το 2050 θα υπάρχουν 1,1 εργαζόμενοι ηλικίας 20-64 ετών ανά άτομο ηλικίας 65 και άνω, έναντι 1,6 σήμερα.

Η δεύτερη προϋπόθεση για τη διατήρηση των επιπέδων απασχόλησης είναι η διαμόρφωση θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου, με μέσο όρο καθαρής εισροής 28.000 ατόμων ετησίως ή συνολικά περίπου 700.000 για την περίοδο 2025-2050. Το μέγεθος αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο ετήσιο ρυθμό της περιόδου 1991-2010 (40.000 ετησίως), ωστόσο κρίνεται επαρκές ώστε να μετριάσει τη μείωση τόσο του συνολικού πληθυσμού όσο και της ομάδας των 20-64 ετών. Υπό αυτό το σενάριο, οι εργαζόμενοι στην ομάδα 20-64 το 2050 θα αυξηθούν κατά περίπου 500.000, προσεγγίζοντας τα 4 εκατομμύρια – αριθμός σχεδόν ίσος με το επίπεδο του 2025. Η αναλογία εργαζομένων προς ηλικιωμένους θα διαμορφωθεί τότε σε 1,24 (3,90 εκατ. εργαζόμενοι προς 3,15 εκατ. άτομα 65+), έναντι 1,64 που είναι σήμερα (4,015/2,45 εκατ.).

Ο καθηγητής υπογραμμίζει επίσης ότι ένα τέτοιο θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο θα έχει επιπλέον ευεργετικές συνέπειες και για τη δημογραφική εικόνα της χώρας. Ένα σημαντικό ποσοστό του καθαρού πληθυσμιακού πλεονάσματος εισερχομένων έναντι εξερχομένων θα αποτελείται από άτομα παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας (25-49 ετών). Η είσοδος αυτών των ηλικιών θα επιβραδύνει αφενός τη διαδικασία της δημογραφικής γήρανσης και αφετέρου τη μείωση του αριθμού των γυναικών σε ηλικία τεκνοποίησης, που – εφόσον το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι μηδενικό – προβλέπεται να μειωθεί κατά 465.000 άτομα ή 28% μεταξύ 2025 και 2050. Με τον τρόπο αυτό, οι γεννήσεις θα μπορούσαν να σταθεροποιηθούν ή ακόμη και να ενισχυθούν ελαφρώς.

Ακόμα και στην ευνοϊκότερη εκδοχή, πάντως, όπου επιτυγχάνονται οι παραπάνω προϋποθέσεις, η αναλογία απασχολουμένων προς ηλικιωμένους (65+) το 2050 θα είναι αισθητά μειωμένη. Από τους 164 εργαζομένους ανά 100 ηλικιωμένους που καταγράφονται σήμερα, η αναλογία αυτή θα διαμορφωθεί στους 124 ανά 100 ηλικιωμένους. Ο καθηγητής Κοτζαμάνης τονίζει ότι αυτή η επί το δυσμενέστερο μεταβολή, εάν δεν συνοδευτεί από άλλες παράλληλες αλλαγές και παρεμβάσεις, ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Καθίσταται έτσι σαφές ότι απαιτείται ένα πολυεπίπεδο πλέγμα πολιτικών και δράσεων, όχι μόνο για την άμβλυνση αλλά και για την αναστροφή των συνεπειών των αναμενόμενων δημογραφικών μετασχηματισμών.

Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Ο Κοτζαμάνης υπογραμμίζει ότι η ικανότητα μιας χώρας να παράγει και να αξιοποιεί πλούτο για την κάλυψη των αναγκών της — όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, όπως συχνά περιγράφεται η δημόσια συζήτηση — δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το μέγεθος του ενεργού πληθυσμού. Αντίθετα, το κρίσιμο στοιχείο είναι η «ποιότητα» του ανθρώπινου δυναμικού, δηλαδή το επίπεδο γνώσεων, δεξιοτήτων και παραγωγικών δυνατοτήτων, σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων παραγόντων που έχουν διαχρονικά επισημανθεί σε εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, του ΚΕΠΕ και των διεθνών οργανισμών.

Ο ίδιος τονίζει πως η επιμονή στον αριθμό των εργαζομένων ως βασικό δείκτη για την οικονομική βιωσιμότητα αγνοεί τη σύνθετη πραγματικότητα. Η τεχνολογική πρόοδος, οι δομές της αγοράς, η καινοτομία, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, αλλά και η γενική στρατηγική για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, παίζουν ρόλο στον προσδιορισμό του πόσο πλούτο παράγει μια κοινωνία και πώς διαχέεται. Ο παραγόμενος πλούτος δεν είναι αποτέλεσμα απλής δημογραφικής εξέτασης, αλλά προϊόν ενός πολύπλοκου συστήματος που περιλαμβάνει πολιτικές, θεσμική λειτουργία και κοινωνικές προτεραιότητες.