13 Μαΐου, 2025
Αρθογραφία Άρθρα

«Δεν ελπίζουμε τίποτα, δεν περιμένουμε τίποτα, είμαστε νεκροί»

Είμαι 54 ετών. Γεννήθηκα το 1970. Έχω ζήσει κάθε δεκαετία της μεταπολίτευσης με πλήρη συνείδηση. Θυμάμαι καθαρά το 1981, όταν, παιδί ακόμη, συνόδευσα τον πατέρα μου –δικηγόρο και τότε δικαστικό αντιπρόσωπο– σε ένα απομονωμένο χωριό της Πελοποννήσου για τις εκλογές. Μια σκηνή έχει χαραχτεί στη μνήμη μου: παιδιά του χωριού έτρεχαν πίσω από το αυτοκίνητό μας, καθώς δεν είχαν συχνά την ευκαιρία να δουν από κοντά τέτοιου τύπου οχήματα να διασχίζουν τον τόπο τους. Εκείνη η εικόνα μου αποκάλυψε νωρίς τη βαθιά αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο.

Τη δεκαετία του ’80 τη θυμάμαι με μια ιδιαίτερη αίσθηση: μια περίοδο γεμάτη αντιφάσεις. Από τη μία, υπήρχε η αθωότητα της παιδικής ηλικίας· από την άλλη, παρατηρούσα την κοινωνία να παρασύρεται σε έναν διαρκή αγώνα για το «φαίνεσθαι». Το lifestyle κυριάρχησε, το «πρώτο τραπέζι πίστα» έγινε κοινωνικό σύμβολο, και τα ευρωπαϊκά «πακέτα» έφταναν για να τονώσουν μια οικονομία που περισσότερο βασιζόταν στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή. Κάτι φαινόταν να μην λειτουργεί σωστά, αν και ήταν δύσκολο τότε να το ορίσει κανείς με ακρίβεια.

Μπήκαμε στη δεκαετία του ’90 και μαζί με αυτή ήρθε και η ιδέα του εκσυγχρονισμού. Τον Ιανουάριο του 1996 ένιωσα ανακούφιση με το εκλογικό αποτέλεσμα. Η πολιτική σκηνή έδειχνε να ωριμάζει, η οικονομία να αλλάζει πρόσωπο. Το ελληνικό χρηματιστήριο εκτινασσόταν, επιχειρήσεις διευρύνονταν στα Βαλκάνια και η λέξη «διείσδυση» έγινε μέρος του δημόσιου λεξιλογίου – αν και δεν άρεσε σε όλους. Η εικόνα μιας Ελλάδας με ευρωπαϊκή ταυτότητα ισχυροποιούνταν. Το 2004, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η διεθνής αναγνώριση επιβεβαιώθηκε. Θυμάμαι τον Bob Costas του NBC να ανακοινώνει πως «η Ελλάδα ανήκει πλέον επισήμως στον 21ο αιώνα». Είχαμε την αίσθηση ότι είχαμε τα καταφέρει. Πως ήμασταν πλέον μέρος του αναπτυγμένου κόσμου. Η εξωτερική μας πολιτική παρουσιαζόταν «πολυδιάστατη» – και πράγματι, υπήρξε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.

Το 2009, στα 38 μου, ένιωθα έτοιμος για το επόμενο βήμα – τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά. Και τότε, ξαφνικά, βρεθήκαμε σε μια κρίση που κανείς δεν περίμενε. Από τη μια μέρα στην άλλη, χαρακτηριστήκαμε τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, πολίτες μιας χώρας που οικοδόμησε «πάνω στην άμμο». Ακούγαμε καθημερινά τσιτάτα και διαπιστώσεις που στόχευαν να μας πείσουν πως η πρόοδος που πιστεύαμε ότι είχαμε κατακτήσει ήταν ψευδαίσθηση.

Ακολούθησαν περικοπές, μνημόνια, κοινωνική υποχώρηση και οικονομική πίεση. Ωστόσο, δεχτήκαμε τις θυσίες, με την ελπίδα ενός «πραγματικά ευρωπαϊκού» μέλλοντος. Το 2015 δοκιμάσαμε μια άλλη διαδρομή, μια διαφορετική πολιτική πρόταση. Δεν απέδωσε όπως προσδοκούσαμε. Κι έτσι, σύντομα επιστρέψαμε σε μια μορφή «κανονικότητας», με νέους διαχειριστές, νέα πρόσωπα – αλλά με τις ίδιες βασικές πολιτικές επιλογές.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ομάδα του εμφανίστηκαν ως «άριστοι», έτοιμοι να υλοποιήσουν μια ατζέντα «ανάπτυξης». Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν νέα σχήματα ισχύος: funds, επενδυτικά σχήματα, συμφωνίες σε ανοιχτή γραμμή με οικονομικά συμφέροντα, όπως το CVC – στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, εργάζεται και η κόρη του πρωθυπουργού. Ο στόχος; Ανάπτυξη. Το τίμημα; Πλειστηριασμοί ακινήτων και η «εξυγίανση» της αγοράς, ακόμη κι αν αυτή σήμαινε απώλειες για ευάλωτους πολίτες.

Το 2020 ήρθε η πανδημία και μαζί της η πλήρης αποσταθεροποίηση. Από εκείνο το σημείο και μετά, ένιωσα ότι χάθηκε η κατεύθυνση – σαν να μην υπήρχε πλέον πυξίδα. Κάθε μέρα φαινόταν να μας απομακρύνει περισσότερο από τις ελπίδες και τις προσδοκίες των προηγούμενων δεκαετιών.

Φτάνοντας στο σήμερα, το 2025, στα 54 μου, χωρίς οικογένεια, χωρίς παιδιά, συχνά αναρωτιέμαι τι πήγε τόσο στραβά. Πού χάθηκε η δυνατότητα της σύνδεσης, της εμπιστοσύνης, της σχέσης. Βλέπω γύρω μου ένα κοινωνικό τοπίο απογυμνωμένο από ήθος, από συνοχή, από βαθύτερο νόημα. Μια εποχή στην οποία τα θεμέλια μοιάζουν να έχουν υποχωρήσει.

Σκέφτομαι ξανά εκείνα τα παιδιά του χωριού, που κάποτε έτρεχαν με ενθουσιασμό πίσω από το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Αναρωτιέμαι πού βρίσκονται σήμερα. Πώς ζουν. Πόσο χαμένοι ή εγκλωβισμένοι μπορεί να αισθάνονται μέσα σε μια πραγματικότητα όπου το μέλλον μοιάζει ολοένα και πιο αβέβαιο.

Δεν έχω πια απαντήσεις. Μόνο ερωτήματα.

Όταν βλέπω την απόλυτη ομοιομορφία πολιτικών και μηνυμάτων να κυριαρχεί σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη – είτε μιλούμε για τον Μακρόν, τον Σολτς, τον Στάρμερ ή την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν – δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν όλα αυτά αποτελούν το προϊόν ενός συντονισμένου σχεδίου. Ή μιας συστημικής φθοράς, βαθύτερης απ’ ό,τι πιστεύαμε.

Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε πει: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Σήμερα, νιώθω πως η παραφρασμένη εκδοχή του αντικατοπτρίζει καλύτερα την εποχή μας:
«Δεν ελπίζουμε τίποτα, δεν περιμένουμε τίποτα, είμαστε νεκροί».