13 Μαΐου, 2025
Εθνικά Ελλάδα

Αποκαλύψεις για τα τουρκικά σχέδια εισβολής στην Ελλάδα και η παρέμβαση των ΗΠΑ και της Γαλλίας που τα ματαίωσε

Πρώτος στόχος το Αιγαίο και η «τιμωρία» στη Θράκη - Το Nordic Monitor αποκαλύπτει το παρασκήνιο - Πίσω από την πολεμοχαρή στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα κρύβεται μια πραγματική στρατηγική σκέψη, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να παραμεριστεί με τις απολογητικές δικαιολογίες των Τούρκων διπλωματών και των φιλοτουρκικών αναλυτών

Τα τελευταία χρόνια, η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει περάσει από πολλές φάσεις κλιμάκωσης, με αποκορύφωμα περιόδους κατά τις οποίες φάνηκε ότι οι δύο χώρες πλησίαζαν επικίνδυνα στο χείλος της στρατιωτικής σύγκρουσης. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατάσταση σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους όπου, σύμφωνα με πληροφορίες από διεθνή και ελληνικά μέσα ενημέρωσης, η Άγκυρα φέρεται να είχε εκπονήσει σχέδια για περιορισμένης κλίμακας εισβολή σε ελληνικό έδαφος ή κατάληψη ελληνικών νησιών, επιδιώκοντας να δημιουργήσει τετελεσμένα και να ενισχύσει τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Απόρρητες εκθέσεις και αναλύσεις κύκλων ασφαλείας αποκάλυψαν ότι υπήρξαν συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες κατά τις οποίες η Τουρκία, υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και με την καθοδήγηση ανώτατων στρατιωτικών στελεχών, εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο ταχείας και αιφνιδιαστικής επιθετικής ενέργειας, η οποία θα είχε ως στόχο την αποσταθεροποίηση της Ελλάδας και την προώθηση του αφηγήματος περί «γκρίζων ζωνών». Οι πληροφορίες αυτές προκάλεσαν συναγερμό στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες προχώρησαν σε μια σειρά αθόρυβων αλλά αποφασιστικών ενεργειών για την ενίσχυση της αποτρεπτικής τους ισχύος και τη θωράκιση των ευαίσθητων περιοχών. Ταυτόχρονα, η ελληνική διπλωματία κινητοποιήθηκε έντονα, ενημερώνοντας συμμάχους και εταίρους σε διεθνές επίπεδο για τις προκλήσεις και τις απειλές που αντιμετώπιζε η χώρα.

Η αποφασιστικότητα της Ελλάδας, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων. Η ταχεία αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με την επιφυλακή του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, έστειλε σαφές μήνυμα στην Άγκυρα ότι κάθε απόπειρα παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας θα είχε σοβαρό κόστος. Παράλληλα, η στενή συνεργασία με χώρες-κλειδιά όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, έδωσε επιπλέον βάρος στην ελληνική θέση και ανέτρεψε τις επιδιώξεις της Τουρκίας για διπλωματικό και στρατηγικό αιφνιδιασμό.

Οι αντιδράσεις του ίδιου του Ερντογάν ήταν ενδεικτικές του εκνευρισμού και της απογοήτευσης που επικρατούσαν στην τουρκική ηγεσία. Σε αρκετές δημόσιες εμφανίσεις και δηλώσεις του, ο Τούρκος πρόεδρος προχώρησε σε οξύτατες επιθέσεις κατά της Ελλάδας, κατηγορώντας την για «επιθετική στάση», «στρατιωτικοποίηση των νησιών» και «υπαγόρευση από ξένα συμφέροντα». Οι εκρήξεις οργής του Ερντογάν σε διεθνή φόρα αλλά και στο εσωτερικό της Τουρκίας αντανακλούσαν τη δυσφορία του για την αποτυχία επίτευξης των στρατηγικών του στόχων, αλλά και τη δυσκολία του να διαχειριστεί τις εσωτερικές πιέσεις και τις αναταράξεις στο στρατιωτικό και πολιτικό του επιτελείο.

Η αποτροπή της τουρκικής εισβολής και η ακύρωση των επιθετικών σχεδίων της Άγκυρας δεν οφείλονται μόνο στην ελληνική αντίδραση, αλλά και σε έναν συνδυασμό διεθνών πιέσεων, εσωτερικών τουρκικών προβλημάτων και γεωπολιτικών εξελίξεων που δεν ευνόησαν την τουρκική πλευρά. Η συγκυρία με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ανάγκη της Τουρκίας να διατηρήσει ισορροπίες μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, αλλά και η οικονομική κρίση στο εσωτερικό, περιόρισαν τη δυνατότητα ανάληψης μιας μεγάλης και επισφαλούς στρατιωτικής περιπέτειας.

Έτσι, τα σχέδια εισβολής παρέμειναν στα συρτάρια και η Τουρκία υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, τουλάχιστον προσωρινή. Ωστόσο, η εύθραυστη ισορροπία στο Αιγαίο παραμένει, και οι εξελίξεις καταδεικνύουν ότι η επαγρύπνηση και η στρατηγική ψυχραιμία της Ελλάδας θα συνεχίσουν να αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή.

Ο Τούρκος εξόριστος δημοσιογράφος Αμπντουλάχ Μποζκούρτ, σε μια αποκαλυπτική δημοσίευση στο Nordic Monitor, φέρνει στο φως στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη λεπτομερών τουρκικών σχεδίων εισβολής στην Ελλάδα. Τα σχέδια αυτά επικεντρώνονταν στη Δυτική Θράκη και στα νησιά του Αιγαίου, και εντάσσονταν στο πλαίσιο έκτακτης ανάγκης για στρατιωτική αναμέτρηση με την Ελλάδα. Ωστόσο, σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι τουρκικοί σχεδιασμοί υπέστησαν σοβαρή οπισθοδρόμηση εξαιτίας της ισχυρής και σταθερής στρατιωτικής παρουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας στην περιοχή, οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν έντονα για την ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας και την υποστήριξη της άμυνας της χώρας.

Η παρουσία αυτή αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα που ανέτρεψε τις τουρκικές επιδιώξεις και προκάλεσε έκδηλη δυσφορία στην τουρκική ηγεσία, με τον ίδιο τον Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν να προβαίνει σε εκρήξεις οργής και δημόσιες επικρίσεις προς τη Δύση. Ο Μποζκούρτ επισημαίνει ότι τα σχέδια εισβολής είχαν διαμορφωθεί με την προοπτική ενός «παραθύρου ευκαιρίας», κατά το οποίο η Τουρκία πίστευε ότι θα μπορούσε να κινηθεί στρατιωτικά εναντίον της Ελλάδας, πριν προλάβουν να επέμβουν αποφασιστικά οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η τουρκική στρατιωτική στρατηγική, όπως αναφέρεται, βασιζόταν στην αιφνιδιαστική δράση και στη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων.

Η ύπαρξη αυτών των σχεδίων δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο. Όπως υπενθυμίζει ο Μποζκούρτ, τα πρώτα στοιχεία ήρθαν στο φως το 2010, στη διάρκεια της πολύκροτης δίκης «Βαριοπούλα» (Balyoz) στην Κωνσταντινούπολη. Τότε, μέσα από χιλιάδες σελίδες αποδεικτικών στοιχείων, αποκαλύφθηκε η στρατηγική αντίληψη σκληροπυρηνικών Τούρκων στρατηγών που δεν δίσταζαν να εξετάσουν ακόμη και το ενδεχόμενο πολέμου με την Ελλάδα ως ρεαλιστικό σενάριο. Αν και εκείνες οι αποκαλύψεις πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες λόγω του χαρακτήρα της δίκης —που αφορούσε κυρίως εσωτερικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της στρατιωτικής ελίτ και της κυβέρνησης— το υλικό που περιλαμβανόταν στον φάκελο ήταν αποκαλυπτικό.

Μεταξύ των στοιχείων που παρουσιάστηκαν στη δίκη, υπήρχαν εγκεκριμένα και σφραγισμένα έγγραφα του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, ηχητικά αρχεία και αναλυτικές εκθέσεις που επιβεβαίωναν τη διεξαγωγή στρατιωτικού σεμιναρίου με θέμα τον σχεδιασμό στρατιωτικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Το σεμινάριο πραγματοποιήθηκε από τις 5 έως τις 7 Μαρτίου 2003, υπό την ηγεσία του τότε διοικητή του 1ου Σώματος Στρατού, Στρατηγού Τσετίν Ντογάν. Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάστηκε ακόμα και υλικό PowerPoint με ακριβείς προβλέψεις και οδηγίες για το πώς η Τουρκία θα μπορούσε να κινηθεί στρατιωτικά, κυρίως στη Δυτική Θράκη και σε συγκεκριμένα ελληνικά νησιά.

Η στρατηγική αυτή ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς εκμεταλλευόταν την υπόθεση ότι η διεθνής κοινότητα θα καθυστερούσε να αντιδράσει. Όμως οι εξελίξεις των τελευταίων ετών δεν επιβεβαίωσαν αυτές τις προσδοκίες. Η ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ, με τη χρήση ελληνικών βάσεων από αμερικανικές δυνάμεις, αλλά και η γαλλοελληνική αμυντική συμφωνία που προβλέπει ρητά ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής υποστήριξης, κατέστησαν σαφές ότι οποιαδήποτε τουρκική πρόκληση δεν θα έμενε αναπάντητη.

Η αποτυχία αυτών των τουρκικών σχεδίων προκάλεσε νευρικότητα στην Άγκυρα. Ο Πρόεδρος Ερντογάν, φανερά ενοχλημένος, υιοθέτησε σκληρή ρητορική, κατηγορώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και την Ελλάδα για προκλητική στάση. Η πολιτική του απομόνωση, η εσωτερική αστάθεια και οι γεωπολιτικές πιέσεις οδήγησαν σε εκρήξεις οργής και προσπάθειες να παρουσιαστεί η Τουρκία ως περικυκλωμένη και απειλούμενη.

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα, αξιοποιώντας τη διεθνή συγκυρία, την αποτρεπτική της ισχύ και τις στρατηγικές συμμαχίες της, κατάφερε να αποτρέψει τα τουρκικά σχέδια και να ενισχύσει τη θέση της. Η αποκάλυψη αυτών των μυστικών εγγράφων και σχεδίων αποτελεί μια σοβαρή υπενθύμιση του πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η ισορροπία στο Αιγαίο και τονίζει τη σημασία της διαρκούς επαγρύπνησης και της στρατηγικής ψυχραιμίας.

Το 1ο Σώμα Στρατού της Τουρκίας, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην αμυντική και στρατηγική διάταξη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς είναι επιφορτισμένο με την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής της Θράκης, η οποία συνορεύει άμεσα με την Ελλάδα, αλλά και την προστασία των Στενών του Βοσπόρου, της ίδιας της Κωνσταντινούπολης και της περιοχής του Μαρμαρά. Η στρατηγική σημασία του εν λόγω σχηματισμού καθίσταται απολύτως σαφής, ιδίως σε περιπτώσεις κλιμάκωσης των εντάσεων με τη Δύση και κυρίως με την Ελλάδα.

Στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού σεμιναρίου που πραγματοποιήθηκε το τριήμερο 5-7 Μαρτίου 2003 και αποτέλεσε σημείο-κλειδί για την αποκάλυψη των πολεμικών σχεδίων εναντίον της Ελλάδας, συμμετείχαν ανώτατοι αξιωματικοί όχι μόνο του 1ου Σώματος, αλλά και εκπρόσωποι του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου, καθώς και άλλων επίλεκτων στρατιωτικών μονάδων. Σκοπός της άσκησης δεν ήταν θεωρητικός ή ακαδημαϊκός. Αντιθέτως, επικεντρωνόταν σε σενάρια πραγματικής πολεμικής εμπλοκής με την Ελλάδα, με συγκεκριμένη έμφαση στο Αιγαίο ως βασικό θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και με συμπληρωματικές δράσεις στη Θράκη που θα λειτουργούσαν υποστηρικτικά προς τον κύριο άξονα επίθεσης.

Οι αναλύσεις που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου και καταγράφηκαν στην τελική έκθεσή του αποκαλύπτουν μια σαφώς επιθετική στρατιωτική αντίληψη, η οποία δεν περιοριζόταν στη συμβατική έννοια της άμυνας. Αντίθετα, οι σχεδιαστές υπογράμμιζαν πως ενδεχόμενη στρατιωτική δράση στη Θράκη δεν θα είχε σκοπό την κατάληψη εδαφών, αλλά την πρόκληση μέγιστης ζημιάς στις αντίπαλες –δηλαδή ελληνικές– δυνάμεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση: «Τα μέτρα που θα ληφθούν στη Θράκη πρέπει να υποστηρίζουν την επιχείρηση στο Αιγαίο». Ο στρατηγικός στόχος δεν ήταν η εδαφική επέκταση, αλλά η καταστροφή όσο το δυνατόν περισσότερων δυνάμεων του αντιπάλου – μια τιμωρητική προσέγγιση που αποκαλύπτει την επιθυμία της Άγκυρας να επιβάλει ισχύ και να κάμψει την ελληνική άμυνα με σοκ και δέος, αποτρέποντας παράλληλα άμεσες διεθνείς παρεμβάσεις.

Αυτού του είδους οι σχεδιασμοί καταδεικνύουν πως η Τουρκία επεξεργαζόταν, σε ανώτατο επίπεδο, ένα ενδεχόμενο περιορισμένης αλλά καταστροφικής στρατιωτικής εμπλοκής με την Ελλάδα, που θα μπορούσε να προκαλέσει ανατροπή των γεωπολιτικών ισορροπιών στο Αιγαίο. Αν και τα σχέδια αυτά ουδέποτε τέθηκαν σε εφαρμογή, η ύπαρξή τους αποκαλύπτει την επικινδυνότητα του δόγματος που κυριαρχούσε σε μερίδα του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια, σε συνδυασμό με την ισχυρή παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας στην περιοχή, απέτρεψαν την υλοποίηση αυτών των επιθετικών προθέσεων, όμως το γεγονός και μόνο ότι τέτοιου είδους σενάρια εξετάστηκαν σοβαρά από στρατηγούς και ανώτατους αξιωματούχους εγείρει εύλογες ανησυχίες για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Μία συνοπτική, απόρρητη περίληψη της στρατιωτικής άσκησης που έλαβε χώρα το 2003 παρουσιάστηκε στους συμμετέχοντες μέσα από μια παρουσίαση PowerPoint, αντίγραφο της οποίας περιήλθε στη διάθεση του Nordic Monitor. Το σεμινάριο αυτό δεν αποκάλυψε μόνο επιχειρησιακές πτυχές ενός σχεδίου εισβολής στην Ελλάδα, αλλά φώτισε και τη βαθύτερη ιδεολογική κουλτούρα που επικρατούσε τότε στους κόλπους της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας. Επρόκειτο για μια κουλτούρα εμποτισμένη με έντονο αντιαμερικανισμό και ανοιχτή δυσπιστία προς το ΝΑΤΟ, μια στάση που χαρακτήριζε αρκετούς από τους ανώτερους αξιωματικούς εκείνης της περιόδου.

Αν και ο Ταγίπ Ερντογάν, στα πρώτα του χρόνια στην εξουσία, βρέθηκε σε σύγκρουση με αυτό το στρατιωτικό μπλοκ, η πορεία του πολιτικού του σχεδίου τον οδήγησε σε στρατηγική προσέγγιση μαζί τους. Το 2014, σε μια κίνηση καθοριστική για την αναδιαμόρφωση της τουρκικής εσωτερικής σκηνής, ο Ερντογάν συμμάχησε με τους συγκεκριμένους κύκλους –γνωστούς συλλογικά ως Ulusalcılar ή νεοεθνικιστές– τόσο σε επίπεδο στρατού όσο και πολιτικής. Η συμμαχία αυτή έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανασύνθεση της εξουσίας στην Τουρκία, επιτρέποντας στον πρόεδρο να εδραιώσει τη θέση του, παρά τις αντιθέσεις και τις ιδεολογικές αποκλίσεις.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της έκθεσης του σεμιναρίου, οι Τούρκοι στρατηγοί που συμμετείχαν στον σχεδιασμό προέβλεπαν ότι η διεθνής κοινότητα –ιδίως το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση– θα κινούνταν άμεσα σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης στην ελληνική Θράκη. Γι’ αυτόν τον λόγο, η εκτίμησή τους ήταν πως υπήρχε ένα εξαιρετικά περιορισμένο χρονικό παράθυρο τριών έως τεσσάρων ημερών, στο οποίο η Τουρκία θα έπρεπε να κινηθεί δυναμικά και αποφασιστικά. Επιδίωξή τους δεν ήταν η μακροχρόνια κατοχή εδαφών, αλλά η επιβολή σημαντικών απωλειών στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, δημιουργώντας ένα τετελεσμένο που δύσκολα θα ανατρεπόταν. Παράλληλα, αναφέρεται πως ο στρατηγικός στόχος των τουρκικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο παρέμενε η κατάληψη ελέγχου σε κρίσιμα νησιά.

Παρότι τα σχέδια αυτά ενδέχεται να έχουν ανανεωθεί, προσαρμοστεί ή ακόμα και μετασχηματιστεί τις επόμενες δεκαετίες, εκτιμάται πως οι βασικοί άξονες και ο πυρήνας της στρατηγικής τους λογικής δεν έχουν ουσιαστικά μεταβληθεί. Ο στόχος εξακολουθεί να είναι η εκμετάλλευση της ταχύτητας και του αιφνιδιασμού, ώστε να προκύψει στρατιωτικό πλεονέκτημα πριν επέμβουν οι διεθνείς δυνάμεις.

Ωστόσο, από το 2003 μέχρι σήμερα, το γεωστρατηγικό περιβάλλον έχει αλλάξει ριζικά. Η αυξημένη παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα, οι ελληνογαλλικές αμυντικές συμφωνίες, οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και η αναβάθμιση του ελληνικού εξοπλισμού, έχουν μετατρέψει το Αιγαίο σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη περιοχή για οποιονδήποτε σχεδιάζει επιθετικές ενέργειες. Η τουρκική στρατιωτική ηγεσία, που κάποτε επεξεργαζόταν αυτά τα σενάρια με σχετική άνεση και εσωτερική σιγουριά, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ένα τελείως διαφορετικό σύνολο δεδομένων, γεγονός που έχει προκαλέσει απογοήτευση, ανησυχία και ένταση στους σχεδιαστικούς κύκλους της Άγκυρας.

Η πρόσφατη στρατιωτική σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας, Ηνωμένων Πολιτειών και Γαλλίας αποτέλεσε στρατηγικό πλήγμα για τα τουρκικά σχέδια εισβολής, αλλάζοντας ριζικά τους συσχετισμούς ισχύος στο Αιγαίο και τη Θράκη. Οι συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας που υπέγραψε η Ελλάδα με την Ουάσινγκτον και το Παρίσι, ιδίως εκείνες που παραχωρούν στις ΗΠΑ εκτεταμένη πρόσβαση και χρήση ελληνικών στρατιωτικών και ναυτικών εγκαταστάσεων, έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο οποιαδήποτε τουρκική επιθετική ενέργεια θα συνεπαγόταν σοβαρό κίνδυνο άμεσης εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η παρουσία αμερικανικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για την Άγκυρα. Σε περίπτωση στρατιωτικού πλήγματος κατά ελληνικών στόχων, η Τουρκία δεν θα έθετε σε κίνδυνο μόνο τις σχέσεις της με την Ελλάδα, αλλά και τη σχέση της με τις ΗΠΑ, ενδεχομένως εμπλεκόμενη σε άμεση αντιπαράθεση με τον αμερικανικό στρατό. Το ενδεχόμενο αυτό, εξαιρετικά επικίνδυνο για την περιφερειακή ασφάλεια και για τα ίδια τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα, αποτελεί σοβαρό λόγο για τον οποίο τα επιθετικά σενάρια προς την Ελλάδα έχουν ουσιαστικά παραμείνει σε επίπεδο σχεδιασμού, χωρίς να επιχειρηθεί εφαρμογή τους.

Αυτή η νέα στρατηγική πραγματικότητα έχει πυροδοτήσει εκνευρισμό στην τουρκική ηγεσία, ο οποίος αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στη δημόσια ρητορική του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν. Σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, στην Άγκυρα, στις 11 Νοεμβρίου 2021, ο Ερντογάν δεν έκρυψε την έντονη δυσαρέσκειά του για την αυξημένη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα. Με λόγο εμφανώς φορτισμένο, σημείωσε χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα έχει πλέον μετατραπεί σε μια εκτεταμένη αμερικανική στρατιωτική βάση. «Δεν μπορούσα καν να μετρήσω τον αριθμό των αμερικανικών βάσεων εντός της Ελλάδας, είναι απλώς τόσες πολλές», είπε χαρακτηριστικά. Και προσέθεσε με σαφή αγανάκτηση: «Όταν κοιτάς τον χάρτη, η ίδια η Ελλάδα μοιάζει με αμερικανική στρατιωτική βάση. Αυτή είναι η πραγματικότητα».

Ο Ερντογάν εξέφρασε ακόμη τη δυσφορία του για την έλλειψη πειστικών απαντήσεων από την Ουάσινγκτον, σημειώνοντας ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι υπουργοί Άμυνας και Εξωτερικών έχουν θέσει επανειλημμένα ερωτήματα προς τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, χωρίς όμως να λαμβάνουν ξεκάθαρες απαντήσεις. «Δεν είναι ειλικρινείς», δήλωσε χαρακτηριστικά, καταλήγοντας με ένα ηχηρό μήνυμα προς τη Δύση: «Ο γείτονας που έχουν επιλέξει είναι ο λάθος και η χρήση της Ελλάδας ως βάσης στο Αιγαίο είναι η λάθος προσέγγιση».

Η δημόσια αυτή έκρηξη του Ερντογάν δεν αφήνει αμφιβολία ότι η ελληνοαμερικανική και ελληνογαλλική αμυντική προσέγγιση έχει καταφέρει να υπονομεύσει σημαντικά τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Ελλάδα, μέσω των στρατηγικών της συνεργασιών, έχει αναβαθμίσει κατακόρυφα τη θέση της στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Ανατολικής Μεσογείου, καθιστώντας το κόστος μιας τουρκικής επιθετικής ενέργειας δυσανάλογα υψηλό, ακόμη και απαγορευτικό.

Η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και η διπλωματική ένταση με την Ελλάδα και τη Γαλλία, πυροδοτήθηκαν τα τελευταία χρόνια από τη θεαματική αναβάθμιση της ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε σειρά δημόσιων εμφανίσεων και ομιλιών, επανέλαβε με οξύ ύφος τις κατηγορίες του κατά της Ουάσινγκτον, αμφισβητώντας ευθέως την πρόθεση των ΗΠΑ να διατηρήσουν ισορροπίες εντός του ΝΑΤΟ. Η ρητορική αυτή ενισχύθηκε από ανώτερους κυβερνητικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους της Άγκυρας, οι οποίοι υιοθέτησαν ανάλογες τοποθετήσεις, παρουσιάζοντας την αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα ως εν δυνάμει απειλή για τα τουρκικά συμφέροντα.

Απέναντι σε αυτές τις αιτιάσεις, η αμερικανική πλευρά απάντησε κατηγορηματικά. Επισήμως, η Ουάσινγκτον διαψεύδει κάθε πρόθεση απειλής προς την Τουρκία, υπογραμμίζοντας ότι η συνεργασία της με την Ελλάδα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο ενίσχυσης της συλλογικής ασφάλειας της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ιδίως στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ενδεικτική είναι η ανάρτηση του τότε Πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία, Τζεφ Φλέικ, στις 18 Οκτωβρίου 2022, ο οποίος μέσω Twitter ανέφερε: «Η αμυντική μας συνεργασία με την Ελλάδα ενισχύει την ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ προς υποστήριξη της Ουκρανίας και των συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο κοινός μας στόχος με την Τουρκία και την Ελλάδα είναι η ειρήνη, η ασφάλεια και η σταθερότητα σε όλη την περιοχή».

Η αμερικανοελληνική στρατιωτική συνεργασία έχει ενισχυθεί θεαματικά την τελευταία πενταετία, εξελισσόμενη σε ένα θεμέλιο περιφερειακής ασφάλειας. Πέραν των συχνών και διευρυμένων κοινών στρατιωτικών ασκήσεων, σημείο καμπής αποτέλεσε η αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), αρχικά το 2019 και στη συνέχεια το 2021. Η νέα συμφωνία προβλέπει σημαντική επέκταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας σε στρατηγικές τοποθεσίες της ελληνικής επικράτειας, προσφέροντας πρόσβαση σε κρίσιμες υποδομές, όπως το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης – ιδιαίτερα κοντά στα τουρκικά σύνορα – και η αεροναυτική βάση της Σούδας στην Κρήτη, η οποία έχει καταστεί κομβικό σημείο για τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Αλεξανδρούπολη, ειδικότερα, αποκτά αυξανόμενη γεωστρατηγική σημασία, καθώς χρησιμοποιείται για τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού προς την Ανατολική Ευρώπη, υποστηρίζοντας τις συμμαχικές προσπάθειες στο πλαίσιο της ουκρανικής κρίσης. Αυτή η πρακτική διάσταση της συνεργασίας ενδυναμώνει τον ρόλο της Ελλάδας ως αξιόπιστου εταίρου στον άξονα ΝΑΤΟ-ΕΕ και μειώνει τα περιθώρια για τουρκική στρατιωτική πρωτοβουλία στην περιοχή.

Σε αυτό το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, η Άγκυρα βλέπει τη στρατηγική της επιρροή να περιορίζεται και αντιδρά έντονα, καταγγέλλοντας αυτό που η ίδια θεωρεί «περικύκλωση» μέσω στρατιωτικών συμφωνιών και εγκαταστάσεων. Ωστόσο, από την πλευρά της Δύσης, η αμυντική εμβάθυνση με την Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως προσαρμογή στις νέες προκλήσεις ασφάλειας και ως μέσο ενίσχυσης της σταθερότητας σε μια περιοχή ιδιαίτερης σημασίας για την ευρωατλαντική συμμαχία.

Η ραγδαία ενίσχυση της τριμερούς αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ – Γαλλίας τα τελευταία χρόνια έχει επηρεάσει καταλυτικά το στρατηγικό περιβάλλον στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, περιορίζοντας σημαντικά τα περιθώρια στρατιωτικών κινήσεων της Τουρκίας και τροποποιώντας τις ισορροπίες ισχύος στην περιοχή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταστεί βασικός πυλώνας ενίσχυσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων:

  • Εκσυγχρονισμός F-16: Η αναβάθμιση των ελληνικών F-16 στην έκδοση Viper καθιστά την ΠΑ μία από τις πιο σύγχρονες της Ευρώπης.
  • Ενδεχόμενη απόκτηση F-35: Οι διαπραγματεύσεις για την πώληση αεροσκαφών πέμπτης γενιάς βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο.
  • Συνεκπαιδεύσεις: Με περισσότερες από 15 κοινές ασκήσεις ετησίως, η διαλειτουργικότητα των δυνάμεων Ελλάδας – ΗΠΑ φτάνει σε πρωτοφανή επίπεδα.

Ιδιαίτερο στρατηγικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η Αλεξανδρούπολη, η οποία:

  • Βρίσκεται μόλις 40 χλμ. από τα τουρκικά σύνορα.
  • Έχει εξελιχθεί σε logistics hub του ΝΑΤΟ, με κρίσιμη σημασία για τις ανατολικοευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
  • Παρέχει εναλλακτική στον Βόσπορο, αποδυναμώνοντας τη στρατηγική σημασία των τουρκικών Στενών.

Αυτό έχει δημιουργήσει έντονη ενόχληση στην Άγκυρα, η οποία θεωρεί την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή ως απειλή και περιορισμό της εθνικής της κυριαρχίας.

Η ιστορική συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ελλάδας – Γαλλίας, που υπογράφηκε το Σεπτέμβριο του 2021, περιλαμβάνει:

  • Ρήτρα στρατιωτικής αμοιβαίας υποστήριξης σε περίπτωση επίθεσης κατά ενός εκ των δύο μερών.
  • Πώληση οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας: Rafale, φρεγάτες Belh@rra, ελικόπτερα και πυραυλικά συστήματα.

Πρόκειται για την πρώτη φορά που χώρα της ΕΕ δεσμεύεται ρητά σε στρατιωτική υποστήριξη προς την Ελλάδα εκτός ΝΑΤΟϊκού πλαισίου.

Οι παραπάνω εξελίξεις έχουν καταστήσει ιδιαίτερα δυσχερή οποιαδήποτε προσπάθεια στρατιωτικής πρόκλησης ή εισβολής εκ μέρους της Τουρκίας. Η παρουσία αμερικανικών και γαλλικών δυνάμεων στην ελληνική επικράτεια:

  • Αυξάνει το κόστος ενός θερμού επεισοδίου για την Άγκυρα.
  • Μειώνει τα χρονικά περιθώρια στρατιωτικής δράσης, περιορίζοντας τα υποθετικά «παράθυρα ευκαιρίας» που προέβλεπαν οι τουρκικοί επιτελικοί σχεδιασμοί.
  • Ενισχύει την αποτροπή, καθώς δημιουργεί την προοπτική άμεσης διεθνοποίησης μιας σύρραξης.

Η Ελλάδα, με την υποστήριξη ΗΠΑ και Γαλλίας, έχει ενισχύσει θεαματικά τη στρατιωτική και διπλωματική της θέση. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία βλέπει τις κινήσεις αυτές ως στρατηγική περικύκλωση και απειλή για τις φιλοδοξίες της στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια – γεγονός που εξηγεί την όξυνση της ρητορικής από πλευράς Ερντογάν και του επιτελείου του.

Ακριβώς – αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που συχνά υποτιμάται στη δημόσια ανάλυση: η πολεμοχαρής ρητορική της Άγκυρας δεν είναι μόνο επικοινωνιακή τακτική, αλλά αντανακλά υπαρκτές στρατηγικές επιλογές και σχεδιασμούς, όπως τεκμηριώνεται και από τη μυστική έκθεση του σεμιναρίου.

Η υπόθεση ότι η επιθετική στάση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας είναι απλώς για εσωτερική κατανάλωση:

  • Αποκρύπτει τη δομική φύση των τουρκικών επιδιώξεων στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Θράκη.
  • Υποβαθμίζει την επιμονή της τουρκικής στρατιωτικής γραφειοκρατίας, που από τη δεκαετία του 1990 έχει ενσωματώσει σενάρια ταχείας επίθεσης, κατάληψης νησιών και περιορισμένων πολεμικών συγκρούσεων στον στρατηγικό σχεδιασμό.

Η μυστική έκθεση του σεμιναρίου, όπως αναφέρεις, διαλύει τις ψευδαισθήσεις:

  • Δεν πρόκειται για απλές δηλώσεις εντυπωσιασμού, αλλά για δομημένα σχέδια επιχειρήσεων που αξιολογούν χρονικά περιθώρια, στόχους και κινδύνους.
  • Περιλαμβάνεται ακόμα και η αναγνώριση της διεθνούς αντίδρασης, με εκτιμήσεις για το πόσο γρήγορα θα παρενέβαιναν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ – γεγονός που καταδεικνύει προσεκτική στρατηγική σκέψη, όχι παρορμητισμό.

Οι σχέσεις Ερντογάν – Ulusalcılar (νεοεθνικιστές) αναδεικνύουν τη σύμπραξη πολιτικού και στρατιωτικού εθνικισμού:

  • Η πολεμική ρητορική δεν είναι μόνο εργαλείο πόλωσης, αλλά προέκταση μακροχρόνιας ιδεολογικής κατεύθυνσης για την επαναφορά της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης με επιθετική στρατηγική.
  • Οι επιχειρησιακές προτάσεις περί τιμωρητικής δράσης στη Θράκη και ταχεία κατάληψη νησιών συνιστούν εμπεριστατωμένες πολεμικές προσεγγίσεις, όχι ατάκτως ειρημένες προεκλογικές κορώνες.

Η επιμονή κάποιων να παρουσιάζουν τις τουρκικές προκλήσεις ως απλώς επικοινωνιακές κινήσεις ή ψηφοθηρικά τεχνάσματα:

  • Μπορεί να έχει σκοπιμότητες (αποφυγή έντασης, καθησυχασμός διεθνούς γνώμης),
  • Αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που διαφαίνεται μέσα από έγγραφα σαν την εν λόγω έκθεση.