Μια απόφαση με βαρύνουσα πολιτική και νομική σημασία έλαβε στις 16 Απριλίου 2025 το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Λειψίας, επιτρέποντας την επαναπροώθηση μεταναστών από τη Γερμανία προς την Ελλάδα. Η απόφαση βασίζεται στον Κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙΙ, σύμφωνα με τον οποίο η χώρα πρώτης εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου.
Το δικαστήριο έκρινε πως οι απελάσεις άγαμων, υγιών και ικανών προς εργασία προσφύγων είναι επιτρεπτές, παρά τις καταγεγραμμένες ελλείψεις στο ελληνικό σύστημα υποδοχής. Όπως υπογράμμισαν οι δικαστές, η εν λόγω κατηγορία μεταναστών δεν αντιμετωπίζει «ακραίες δυσκολίες» κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα, και άρα η απέλαση δεν παραβιάζει τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Η ετυμηγορία χαρακτηρίζεται ήδη ως «απόφαση-σταθμός» που μπορεί να αναδιαμορφώσει το τοπίο στο προσφυγικό – μεταναστευτικό και να ενεργοποιήσει διαδικασίες μαζικής επιστροφής μεταναστών προς την Ελλάδα. Πρόκειται για μια εξέλιξη που χαιρετίστηκε έντονα από την Χριστιανική Ένωση (CDU) του Φρίντριχ Μερτς, αλλά και τμήματα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), ενώ καταλαμβάνει κεντρική θέση στα περισσότερα γερμανικά ΜΜΕ.
Η απόφαση και οι συνέπειές της
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης —«ψωμί, κρεβάτι και σαπούνι», όπως το περιέγραψε ο προεδρεύων δικαστής Ρόμπερτ Κέλερ— αρκεί για να θεωρηθεί η επιστροφή συνταγματικά αποδεκτή. Παρότι αναγνωρίζεται πως το ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει προβλήματα στην παροχή βοήθειας και καθοδήγησης στους αιτούντες άσυλο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη βασικών δομών, όπως συσσίτια ή δυνατότητες απασχόλησης – έστω και μέσω της παραοικονομίας – επαρκούν για να μην χαρακτηριστούν οι συνθήκες «απάνθρωπες ή εξευτελιστικές».
Η υπόθεση εξετάστηκε με αφορμή τις αιτήσεις δύο προσφύγων, ενός απάτριδα από τη βόρεια Λωρίδα της Γάζας και ενός Σομαλού, οι οποίοι αφού είχαν εξασφαλίσει διεθνή προστασία στην Ελλάδα, εισήλθαν αργότερα στη Γερμανία και αιτήθηκαν εκ νέου άσυλο. Το αίτημά τους απορρίφθηκε, όπως και οι ενστάσεις τους στο Διοικητικό Δικαστήριο της Έσσης. Η απόφαση της Λειψίας απλώς επιβεβαίωσε την κατεύθυνση αυτή, νομιμοποιώντας μια πιο αυστηρή γραμμή.
Πολιτικές αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις
Η απόφαση ενισχύει τις πολιτικές δυνάμεις που ζητούσαν πιο αποφασιστική στάση στο μεταναστευτικό. Η Χριστιανική Ένωση είχε θέσει ως προϋπόθεση την αναγνώριση της Ελλάδας ως «ασφαλούς χώρας επιστροφής» για την υλοποίηση του προγράμματος μετανάστευσης της επόμενης κυβέρνησης. Στην ίδια γραμμή, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Προσφύγων, Χανς-Έκχαρντ Ζόμερ, ανακοίνωσε ότι η απόφαση θα εφαρμοστεί άμεσα: «Οι αιτήσεις ασύλου από αυτή την κατηγορία προσώπων θα απορρίπτονται στο εξής ως απαράδεκτες. Οι απελάσεις στην Ελλάδα πρέπει τώρα να προχωρήσουν χωρίς καθυστερήσεις, ώστε να σταλεί ξεκάθαρο μήνυμα πως η περαιτέρω μετανάστευση προς τη Γερμανία δεν έχει νόημα».
Σύμφωνα με την BAMF, μόνο το 2024, 25.112 άτομα που είχαν ήδη αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα υπέβαλαν αίτηση ασύλου στη Γερμανία. Ωστόσο, λόγω προηγούμενης νομολογίας και διοικητικών εμποδίων, οι επιστροφές ήταν ελάχιστες —μόλις 11 άτομα επέστρεψαν στην Ελλάδα το 2024, ενώ συνολικά την τελευταία δεκαετία ο αριθμός δεν ξεπέρασε τους 189.
Με τη νέα δικαστική απόφαση, εκτιμάται ότι ανοίγει ο δρόμος για την επαναπροώθηση δεκάδων χιλιάδων ατόμων, με ανεπίσημες προβλέψεις να κάνουν λόγο για 70.000 έως και 100.000 δυνητικές επιστροφές. Προς το παρόν, δεν υπάρχει επίσημη επιβεβαίωση για τέτοιον αριθμό.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο γερμανικό δικαστήριο, οι συνήγοροι υπεράσπισης παρουσίασαν τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ειδικότερα, περιέγραψαν έναν φαύλο κύκλο αδυναμίας ένταξης στην αγορά εργασίας, αφού για να αποκτήσει ένας πρόσφυγας αριθμό φορολογικού μητρώου απαιτείται βεβαίωση εργοδότη, ενώ αντίστροφα κανείς εργοδότης δεν προσλαμβάνει άτομο χωρίς ΑΦΜ.
Το δικαστήριο, ωστόσο, δεν θεώρησε τις καταγγελίες αυτές αρκετές για να εμποδίσουν την επιστροφή, τονίζοντας πως, έστω και μέσω της αδήλωτης εργασίας, ένας αναγνωρισμένος πρόσφυγας έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια πρωτοφανή δικαστική θέση που φαίνεται να «νομιμοποιεί» την ύπαρξη και λειτουργία της παραοικονομίας στην Ελλάδα ως εργαλείο κάλυψης βασικών αναγκών προσφύγων.
Σύνδεση με την εγκληματικότητα και την κοινωνική πίεση
Η πολιτική πίεση για αυστηρότερη στάση απέναντι στους μετανάστες ενισχύεται από την αύξηση των βίαιων εγκλημάτων που καταγράφεται στη Γερμανία. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της γερμανικής αστυνομίας για το 2024, η συνολική εγκληματικότητα μειώθηκε κατά 1,7%, ωστόσο τα βίαια εγκλήματα αυξήθηκαν κατά 1,5%, φτάνοντας τα 217.277 περιστατικά — το υψηλότερο επίπεδο από το 2010. Τα σεξουαλικά εγκλήματα αυξήθηκαν κατά 9,3%, αγγίζοντας τις 13.320 περιπτώσεις.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους αλλοδαπούς παραβάτες, με τα βίαια εγκλήματα από άτομα μη γερμανικής υπηκοότητας να καταγράφουν αύξηση 7,5%. Η έκθεση επισημαίνει ότι η αύξηση αυτή οφείλεται εν μέρει στον αυξημένο πληθυσμό αλλοδαπών, αλλά και σε παράγοντες όπως το ψυχολογικό στρες και η κοινωνική περιθωριοποίηση.
Η πρώην υπουργός Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, χαρακτήρισε «ιδιαίτερα ανησυχητικά» τα ποσοστά σεξουαλικών εγκλημάτων, καλώντας σε αυστηρότερα μέτρα, ενώ επισήμανε πως η αστυνομία καταγράφει πλέον περίπου 600 βίαια εγκλήματα την ημέρα. Αναλυτές σημειώνουν ότι η αύξηση των καταγγελιών μπορεί να αποδίδεται και στην αυξημένη ευαισθητοποίηση του κοινού, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο υποκαταγραφής σε σοβαρές υποθέσεις, όπως η παιδική κακοποίηση ή η σεξουαλική παρενόχληση.
Το ελληνικό ερώτημα
Το ζήτημα προσλαμβάνει ιδιαίτερες πολιτικές διαστάσεις, καθώς ουσιαστικά καταρρίπτει το αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης περί επιτυχούς αντιμετώπισης της μαύρης εργασίας και λειτουργίας ενός αποτελεσματικού συστήματος ένταξης. Η γερμανική απόφαση λειτουργεί σαν άτυπη πιστοποίηση της ύπαρξης ενός μηχανισμού κοινωνικής επιβίωσης μέσα από αδήλωτη και παράτυπη απασχόληση, κάτι που δεν αφορά μόνο τους πρόσφυγες αλλά και τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες.
Το γεγονός ότι το γερμανικό δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις των προσφευγόντων, κρίνοντας ότι ακόμη και χωρίς κρατική στήριξη οι ανάγκες διαβίωσης μπορούν να καλυφθούν από την παραοικονομία, προκαλεί εύλογα ερωτήματα για την αντίληψη της ελληνικής πραγματικότητας από τις ευρωπαϊκές αρχές.
Η απόφαση αυτή φέρνει σε δύσκολη θέση και την ελληνική κυβέρνηση, καθώς – όπως προκύπτει από το σχετικό ρεπορτάζ – ο αρμόδιος υπουργός Μετανάστευσης δηλώνει άγνοια για την υπόθεση. Την ίδια στιγμή, στον ιστότοπο του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η απόφαση έχει ήδη δημοσιευθεί από τις 16 Απριλίου, γεγονός που καταδεικνύει καθυστέρηση ή αμηχανία της ελληνικής πλευράς να απαντήσει σε μια εξέλιξη που την αφορά άμεσα. Το ενδεχόμενο προσφυγής στο γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο παραμένει ανοιχτό, ωστόσο η εμπειρία δείχνει πως οι διαδικασίες αυτές δεν αναστέλλουν την εφαρμογή της απόφασης, η οποία μπορεί να τεθεί σε ισχύ σε λίγους μόλις μήνες.
Η υπόθεση αποκαλύπτει με δραματικό τρόπο την αποτυχία του ευρωπαϊκού μηχανισμού αλληλεγγύης και δίκαιης κατανομής των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών-μελών. Αντί η Γερμανία να προσφέρει στήριξη, επιστρέφει πρόσφυγες σε μια χώρα που αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, υποδομών στέγασης και ένταξης. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτει τις βαθιές ρωγμές του ίδιου του ελληνικού κοινωνικού κράτους και την αδυναμία εφαρμογής πραγματικών πολιτικών στήριξης και ενσωμάτωσης.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί μια δυνητικά μαζική επιστροφή μεταναστών που είχε θεωρήσει πως είχαν ήδη ολοκληρώσει την ευρωπαϊκή πορεία τους. Η απόφαση του γερμανικού Δικαστηρίου επαναφέρει με ένταση το ερώτημα: υπάρχει σχέδιο διαχείρισης από την ελληνική κυβέρνηση; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλείται να τοποθετηθεί καθαρά: θα υπάρξει οργανωμένη στρατηγική προστασίας των εθνικών συμφερόντων ή θα επιλεγεί η γνωστή τακτική της διάψευσης και των χαρακτηρισμών περί «fake news»;
Τέλος, η γερμανική αυτή πρακτική, εάν γενικευτεί, θα δημιουργήσει νέα πίεση στις ελληνικές δομές φιλοξενίας και θα θέσει το ζήτημα της «δευτερογενούς μετανάστευσης» στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Το ενδεχόμενο μαζικών επαναπροωθήσεων προσφύγων δεν είναι πλέον απλώς θεωρητικό, αλλά εξαιρετικά πιθανό, και απαιτεί άμεση, τεκμηριωμένη και ενεργή πολιτική αντίδραση. Η σιωπή ή η υποβάθμιση του θέματος από τις ελληνικές αρχές μπορεί να εκληφθεί ως συναίνεση. Και αυτό θα έχει πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό κόστος.