Στο επίκεντρο των πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων βρίσκεται η πρόσφατη απόφαση που αφορά τη μετάθεση του Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου, Αμφιλοχίας, από τη Μητρόπολη Κυδωνίας. Η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει έντονη δημόσια συζήτηση, καθώς έρχεται να επισκιάσει το πατριωτικό του έργο, ιδιαίτερα μετά την πράξη του Νοεμβρίου 2024, όταν κατά την επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου, Στάινμάγερ, στην Κάνδανο, υπενθύμισε τα εγκλήματα των Ναζί και τα ανεξόφλητα γερμανικά χρέη προς την Ελλάδα.
Η στάση του Μητροπολίτη είχε προκαλέσει, τότε, θετική αποδοχή από την κοινή γνώμη, για τη μνήμη των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για τη διεκδίκηση των οφειλόμενων από τη Γερμανία. Ωστόσο, φαίνεται πως αυτή η τοποθέτηση του Αμφιλοχίου δεν έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την πλευρά του Στάινμάγερ, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, έφερε τα παράπονά του προς τις ελληνικές αρχές. Αυτά τα παράπονα επικεντρώνονται σε μια κοινή αντίληψη, η οποία προτάσσει τη σημασία της «θετικής» αντιμετώπισης της γερμανικής στάσης και την προτροπή για ξεπέρασμα των ιστορικών διαφορών, προκειμένου να εστιάσουμε στο μέλλον και στη συνεργασία με τη Γερμανία και την Τουρκία.
Το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Κισάμου επιχείρησε να καυτηριάσει αυτή τη στάση, και μάλιστα με έναν τρόπο που αγγίζει τις κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες γύρω από τη μνήμη και την αποκατάσταση της ιστορικής δικαιοσύνης, φαίνεται ότι προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Στη συνέχεια, προέκυψε η απόφαση να εμποδιστεί η μετάθεση του Μητροπολίτη στη Μητρόπολη Κυδωνίας, που ήταν επιθυμητή από πολλές πλευρές, με την αιτιολογία ότι δεν επιτρέπεται πλέον η μετακίνηση αυτή.
Η αλλαγή αυτή έγινε με τη βοήθεια μιας έκτακτης τροπολογίας που εισήχθη σε άσχετο νομοσχέδιο, μια κίνηση που θεωρείται από πολλούς αμφιλεγόμενη και που δείχνει να κρύβει πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από τη διαδικασία. Η τροπολογία αυτή, η οποία φαίνεται να παραβιάζει τις προηγούμενες διαδικασίες, έχει προκαλέσει αντιδράσεις σχετικά με τη σύνδεση της εκκλησιαστικής εξουσίας με την πολιτική.
Το γεγονός αυτό θέτει ερωτήματα για την κατεύθυνση στην οποία βαδίζουν οι θεσμοί στη χώρα. Μπορεί να αναγνωριστεί σε ποιους συμφέροντα υπερασπίζονται τελικά αυτές οι πολιτικές αποφάσεις; Και πόσο μακριά είναι η χώρα από το να χαθεί εντελώς η αξιοπιστία του κράτους απέναντι σε κρίσιμα ζητήματα ιστορικής δικαιοσύνης και κοινωνικής ευθύνης; Οι αντιφάσεις αυτές ενισχύουν τις ανησυχίες για το μέλλον των θεσμών και την επιρροή της πολιτικής στην εκκλησιαστική ανεξαρτησία.
Μα, επιτέλους, ποιοι είμαστε και ποιών τα συμφέροντα υπερασπιζόμαστε. Μέχρι που μπορεί, ακόμη, να κατρακυλήσει αυτή η ανεκδιήγητη παρακμή των πάντων; Υπάρχει κάποιο όριο στην καταπακτή;