Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αδιάκοπη και ανησυχητική πορεία που οδηγεί στη σταδιακή εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας. Οι πολιτικές αποφάσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, συνθέτουν ένα σκηνικό όπου η Ελλάδα φαίνεται να υποχωρεί από θεμελιώδεις αρχές που σχετίζονται με την ανεξαρτησία και την αυτοδιάθεσή της. Κάθε συμφωνία, κάθε συνθήκη και κάθε διμερής ή πολυμερής δέσμευση, ακόμα και αν παρουσιάζεται ως αναγκαία για την εξυπηρέτηση εθνικών ή οικονομικών συμφερόντων, ενέχει περιορισμούς της εθνικής μας αυτενέργειας.
Η συμμετοχή σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, ενώ σε θεωρητικό επίπεδο βασίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης και της συλλογικής άμυνας, στην πράξη έχει πολλές φορές υποχωρήσεις που δεν ανταποκρίνονται στα ζωτικά συμφέροντα της χώρας. Οικονομικές δεσμεύσεις που συνάπτονται υπό καθεστώς πίεσης και εξάρτησης, στρατιωτικές συμφωνίες που μετατρέπουν την ελληνική επικράτεια σε στρατηγικά προηγούμενα τρίτων δυνάμεων, αλλά και νομοθετικές ρυθμίσεις που υπαγορεύονται έξωθεν, συνθέτουν μια πραγματικότητα όπου η δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής καθίσταται όλο και πιο περιορισμένη.
Η αποδοχή όρων που εξυπηρετούν κυρίως συμφέροντα ξένων κέντρων συνοδεύεται συχνά από ένα επικοινωνιακό αφήγημα που προσπαθεί να εξωραΐσει την πραγματικότητα. Η έννοια της «προόδου», της «σταθερότητας» και της «ανάπτυξης» χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει την παραίτηση από βασικά κυριαρχικά δικαιώματα. Ωστόσο, πίσω από τις μεγαλοστομίες και τις διακηρύξεις περί ισχυρής Ελλάδας, κρύβεται η σταδιακή υποβάθμιση του εθνικού κέντρου λήψης.
Η πολιτική ελίτ, υπό το βάρος των οικονομικών κρίσεων, γεωπολιτικών πιέσεων και εσωτερικών αδυναμιών, φαίνεται να έχει αποδεχθεί ως αναπόφευκτο το μοντέλο μιας χώρας που λειτουργεί περισσότερο ως περιφερειακός διαχειριστής παρά ως κυρίαρχο κράτος. Η απουσία ουσιαστικού εθνικού στρατηγικού σχεδίου και η υιοθέτηση επιλογών που διαμορφώνονται αλλού αποτελούν τρανταχτές ενδείξεις αυτής της πορείας.
Η συνειδητοποίηση αυτής της παρακμής αποτελεί προϋπόθεση για την αναστροφή της κατάστασης. Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι αναχρονισμός ούτε πολυτέλεια· είναι όρος επιβίωσης και αξιοπρέπειας για ένα έθνος. Κάθε λαός που θέλει να διατηρήσει την ταυτότητα και την ελευθερία του να αγρυπνεί, να αμφισβητήσει και να αγωνίζεται για να μην υποθέσει το μέλλον του στις βουλές τρίτων. Σήμερα, το σινιάλο έχει δοθεί. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχει ακόμη η βούληση και η δύναμη να αντιστραφεί η πορεία που φαίνεται να έχει χαραχθεί.
Η κατάσταση που επικρατεί στην κυβέρνηση αναφορικά με τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως χαοτική και ανησυχητική. Στην προσπάθειά της να προβάλει κομματική υπερηφάνεια και να κατασκευάσει ένα θετικό επικοινωνιακό αφήγημα, η κυβέρνηση έχει ενεργοποιήσει πλήρως το σύστημα παραπληροφόρησης, επιχειρώντας να συγκαλύψει την επικίνδυνη ανευθυνότητα που επιδεικνύει εις βάρος της χώρας. Το μέγεθος της σύγχυσης είναι τέτοιο, που οι αρμόδιοι έχουν μπερδέψει θεμελιώδεις και διαφορετικές μεταξύ τους έννοιες του Δικαίου της Θάλασσας και του Διεθνούς Δικαίου, γεγονός που αποκαλύπτει μια πρωτοφανή έλλειψη βιομηχανίας.
Ειδικότερα, ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός συγχέεται αυθαίρετα με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), με την έννοια της μέσης γραμμής, με την έκταση των χωρικών υδάτων, με το FIR Αθηνών, ακόμη και με την κυριαρχία επί νήσων, νησιών και βραχονησίδων, αλλά και με άλλες συνθήκες όπως αυτές της Λωισής. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται και ατυχής επίκληση του νόμου Μανιάτη, χωρίς να αποσαφηνιστεί η διαφορετική νομική του φύση και στόχευση. Το αποτέλεσμα είναι μια παραπλανητική εικόνα που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ούτε υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα.
Η παραπληροφόρηση κορυφώθηκε με τη δημοσίευση χάρτη από την Υπουργεία Περιβάλλοντος και Εξωτερικών, όπου εμφανίζεται η οριοθετημένη η ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Η υποτιθέμενη οριοθέτηση είναι νομικά ανύπαρκτη, διότι, σύμφωνα με το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας, η οριοθέτηση ΑΟΖ απαιτεί επίσημη κατάθεση συντεταγμένων στον ΟΗΕ, πράγμα που δεν έχει πραγματοποιηθεί από την ελληνική πλευρά. Η απλή χάραξη μέσης γραμμής σε έναν χάρτη δεν συνιστά οριοθέτηση ΑΟΖ, καθώς πρόκειται για δύο διακριτές διαδικασίες: άλλη είναι η διακρατική συμφωνία για τη μέση γραμμή, που έχει διμερή χαρακτήρα, και άλλη η μονομερής πράξη της ΑΟΖ ενός κράτους μέσω συντεταγμένων που υποβάλλονται στους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς.
Αυτή η σύγχυση, εσκεμμένη ή μη, δημιουργεί επικίνδυνες παρερμηνείες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές περιβάλλον, υπονομεύοντας τη νομική υπόσταση των ελληνικών δικαιωμάτων και θίγοντας την αξιοπιστία της χώρας σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα. Όταν ζητήματα ύψιστης σημασίας αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα, άγνοια ή σκόπιμη παραπληροφόρηση, η εθνική κυριαρχία τίθεται σε άμεσο κίνδυνο.
Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις διατάξεις του Δικαίου της Θάλασσας, η χάραξη μέσης γραμμής συμφωνείται μεταξύ κρατών που διαθέτουν απέναντι ή παρακείμενες ακτές, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιταλίας. Ωστόσο, η σύναψη συμφωνίας για τη μέση γραμμή δεν αρκεί για τον πλήρη και νόμιμο καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) κάθε κράτους. Κάθε χώρα ξεχωριστά οφείλει, σε συνέχεια της συμφωνίας για τη μέση γραμμή, να ορίσει επισήμως την περιοχή της ΑΟΖ με σαφείς συντεταγμένες και να καταθέσει τα σχετικά στοιχεία στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ώστε να αποκτήσουν διεθνή ισχύ και αναγνώριση. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα δεν έχει προβεί σε αυτό το αναγκαίο βήμα, γεγονός που αφήνει την περιοχή της ελληνικής ΑΟΖ σε νομικό κενό και στερεί τη χώρα από τα πλήρη δικαιώματα που απορρέουν από τη διαδικασία αυτή.
Η σύγχυση και η αυθαιρεσία επιτείνονται με τη δημοσίευση χάρτη στον οποίο απεικονίζεται, χωρίς νομική βάση, η ελληνική ΑΟΖ με βάση τη συμφωνημένη μέση γραμμή Ελλάδας-Αιγύπτου. Παρόλο που αυτή η γραμμή εμφανίζεται να προσδιορίζει τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ, στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη περιοχή παραμένει νομικά ανύπαρκτη, διότι η Ελλάδα, όπως και στην περίπτωση της Ιταλίας, δεν έχει καταθέσει ΟΗΕ συντεταγμένες που δεν ορίζουν επισήμως τα όρια της ΑΟΖ της.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με τον ίδιο χάρτη και την αυθαίρετη αποτύπωση της μέσης γραμμής προς την Αίγυπτο, οι περιοχές της Κάσου και το νότιο τμήμα της Καρπάθου παρουσιάζονται να εμφανίζονται εντός της ελληνικής ΑΟΖ. Παρά ταύτα, η ελληνική κυβέρνηση, σε μια κίνηση απεμπόλησης θεμελιωδών κυριαρχικών δικαιωμάτων, υποχώρησε στις τουρκικές πιέσεις και αποδέχθηκε να σταματήσουν οι ερευνητικές δραστηριότητες για την κίνηση του καλωδίου Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ στην εν λόγω περιοχή. Οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών αλλά και της Επιτρόπου Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις αναγνωρισμένες εμμέσως ότι η Τουρκία έχει λόγο σε αυτήν την περιοχή, επιβεβαιώνουν το μέγεθος της υποχώρησης.
Η στάση αυτή είναι αντιφατική και ακατανόητη. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι περιοχές Κάσου, Καρπάθου και Κρήτης περιλαμβάνονται εντός της ελληνικής ΑΟΖ, και από την άλλη αποδίδεται στην πράξη ότι στην ίδια περιοχή έχει δικαιώματα λόγου και στην Τουρκία. Αυτή η διγλωσσία υπονομεύει ευθέως την ελληνική κυριαρχία και δημιουργεί επικίνδυνα νομικά και πολιτικά προηγούμενα για το μέλλον.
Επιπλέον, στο υπόμνημα που συνοδεύει τον επίμαχο χάρτη, αναφέρεται ότι με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή αποτυπώνεται «η μέση γραμμή που καθορίζει τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μέχρι τη σύναψη συμφωνιών με τα γειτονικά κράτη που οι ακτές είναι απέναντι ή παρακείμενες με τις ελληνικές ακτές», επικαλούμενη τον νόμο1. Η αναφορά αυτή επιχειρεί να προσδώσει θεσμικό έρεισμα στην απουσία, ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι, δεν έχει καταθέσεις επίσημων συντεταγμένων στον ΟΗΕ, η αποτύπωση αυτή δεν έχει καμία διεθνή νομική ισχύ και δεν προστατεύει αποτελεσματικά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Η διαχείριση του ζητήματος χαρακτηρίζεται από επιπολαιότητα, νομική άγνοια και πολιτική δειλία, με αποτέλεσμα την επικίνδυνη έκθεση της χώρας σε διεκδικήσεις τρίτων και την αμφισβήτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων σε κρίσιμες θαλάσσιες ζώνες.
Η επίκληση και χρήση του νόμου Μανιάτη (Ν. 4001/2011) στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται εξόχως επικίνδυνη για την προοπτική των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Στον επίμαχο χάρτη, η απεικόνιση της μέσης γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή γίνεται χωρίς την κατάθεση συντεταγμένων, στοιχείο απολύτως απαραίτητο για τη νομική ισχύ και την αναγνώριση οποιασδήποτε θάλασσας οριοθέτησης. Η έλλειψη επίσημων συντεταγμένων καθιστά την αποτύπωση αυτή νομικά κενή περιεχομένου και αφήνει την Ελλάδα εκτεθειμένη απέναντι σε διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις τρίτων χωρών.
Πέραν αυτής της προχειρότητας, η ίδια η ουσία του νόμου Μανιάτη μια πρόβλεψη που, εάν περιέχει ανεξέλεγκτα, μπορεί να αποβεί ιδιαιτέρως βλαπτική για την ελληνική κυριαρχία και τα δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες. Συγκεκριμένα, το άρθρο αναφέρει ότι «ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, το εξωτερικό της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ αφ’ ης κηρυχθεί είναι η μέση γραμμή». Αυτή η διατύπωση, υπό τις παρούσες συνθήκες, συνιστά στρατηγικό λάθος, διότι υπονομεύει τη δυνατότητα της Ελλάδας να διεκδικήσει πλήρη δικαιώματα που απορρέουν από το σύνολο των νησιωτικών εδαφών της, και όχι μόνο από την εφαρμογή μιας αυτόματης γεωμετρικής μέσης γραμμής.
Η επίκληση της μέσης γραμμής ως αυτόματου εξωτερικού ορίου, χωρίς συμφωνία με το γειτονικό κράτος και χωρίς την κατάλληλη θεμελίωση δικαιωμάτων μέσω μονομερών δηλώσεων και καταθέσεων στον ΟΗΕ, δημιουργεί σοβαρά μειονεκτήματα για τη διαπραγματευτική και νομική θέση της χώρας. έναντι της Τουρκίας, η οποία αμφισβητεί επίμονα το δικαίωμα των ελληνικών νησιών να παράγει πλήρεις θαλάσσιες ζώνες, η πρόχειρη αποδοχή της μέσης γραμμής ενέχει τον κίνδυνο να κατοχυρωθεί τελικά μια μειωμένη ελληνική θαλάσσια κυριαρχία, κάτι που αντιστρατεύεται τα πάγια εθνικά συμφέροντα.
Αντί για στρατηγικό σχεδιασμό με πλήρη αξιοποίηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η κυβέρνηση επιλέγει επιπόλαιες κινήσεις που βασίζονται σε εσφαλμένη νομική θεμελίωση και ανεύθυνες ερμηνείες. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δεν προωθούνται τα εθνικά συμφέροντα, αλλά αντιθέτως τίθεται σε κίνδυνο η εδαφική ακεραιότητα και η θαλάσσια κυριαρχία της χώρας σε καίριες περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, τόσο η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) όσο και η υφαλοκρηπίδα δεν κηρύσσονται ούτε ανακηρύσσονται μονομερώς από τα κράτη, αλλά ορίζονται αποκλειστικά μέσω συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Η αυστηρή εφαρμογή του Δικαίου αυτού δεν αφήνει περιθώρια για αυθαίρετες ανακηρύξεις ή για μονομερείς πράξεις που στερούνται διεθνούς αναγνώρισης και νομιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά στον νόμο Μανιάτη ότι τα όρια της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ προσδιορίζονται «αφ’ ης κηρυχθεί» αποκαλύπτει μια ανησυχητική προχειρότητα και μια απαράδεκτη επιπολαιότητα στον χειρισμό κρίσιμων θεμάτων εθνικής κυριαρχίας. Η φράση αυτή, πέραν της νομικής της ανακρίβειας, παραβιάζει ευθέως το Δίκαιο της Θάλασσας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η Ελλάδα μπορεί να κηρύξει θαλάσσια δικαιώματα κατά τρόπο ανάλογο με κήρυγμα θρησκευτικού δόγματος, σαν να ισχύει για τελετουργική πράξη και όχι για αποτέλεσμα διεθνούς διακρατικής συμφωνίας.
Η ίδια προχειρότητα, επιπολαιότητα και συγκάλυψη της εθνικής ανικανότητας αναδεικνύεται και αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο ίδιο το κείμενο του νόμου Μανιάτη. Ο νόμος αυτός ορίζει ότι, «ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι η μέση γραμμή». Αυτή η διατύπωση, αντί να ενισχύει τη θέση της Ελλάδας, στην ουσία αποδυναμώνει τη νομική βάση των διεκδικήσεων της και θέτει σε κίνδυνο ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Η μονομερής επίκληση της μέσης γραμμής ως εξωτερικού ορίου, χωρίς προηγούμενη συμφωνία με τα γειτονικά κράτη ή κατάθεση συντεταγμένων στον ΟΗΕ, στερεί την Ελλάδα από την διεθνή κατοχύρωση των δικαιωμάτων της σε κρίσιμες θαλάσσιες περιοχές.
Η αντιμετώπιση τόσο σοβαρών ζητημάτων με ερασιτεχνισμό και πολιτική ανευθυνότητα, τόσο από την κυβέρνηση που υιοθετεί αυτήν την τακτική όσο και από την αντιπολίτευση που συνέγραψε τη σχετική νομοθεσία το 2011, εκθέτει την Ελλάδα σε σοβαρούς κινδύνους. Αντί να διασφαλίζονται τα ελληνικά δικαιώματα μέσω σοβαρής στρατηγικής, τεκμηριωμένης αίτησης του Δικαίου της Θάλασσας και υπεύθυνης διεθνών διπλωμάτων, υιοθετούνται λύσεις που όχι μόνο δεν προσφέρουν προστασία αλλά διακυβεύουν την ίδια την ακεραιότητα των θαλάσσιων ζωνών της χώρας.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας, η χάραξη της μέσης γραμμής για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, όπως η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και η υφαλοκρηπίδα, δεν μπορεί να γίνει μονομερώς από κάποιο κράτος, αλλά απαιτεί διμερή ή πολυμερή συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών. Παραδείγματα τέτοιων συμφωνιών αποτελούν οι περιπτώσεις Ελλάδας–Ιταλίας και Ελλάδας–Αιγύπτου, όπου η οριοθέτηση πραγματοποιήθηκε κατόπιν διαπραγμάτευσης και κοινής συναίνεσης. Αντιθέτως, έχει παρατηρηθεί ότι μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης έχει χαραχθεί μια μέση γραμμή χωρίς σχετική συμφωνία, κάτι που χαρακτηρίζεται ως αυθαίρετη ενέργεια και αντίκειται στις αρχές του διεθνούς δικαίου της θάλασσας.
Ο νόμος Μανιάτη, όπως υποστηρίζεται από πολλούς ειδικούς, ανοίγει το ενδεχόμενο να ακολουθήσουν και άλλα κράτη την πρακτική μονομερούς οριοθέτησης, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Βάσει αυτού του σκεπτικού, η Τουρκία θα μπορούσε να χαράξει αυθαίρετα μέση γραμμή για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα μέχρι και το μέσο του Αιγαίου, προχωρώντας μάλιστα σε έρευνες εντός περιοχών που δεν έχουν οριοθετηθεί διεθνώς, καταπατώντας έτσι τα ελληνικά συμφέροντα.
Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα σημεία του νόμου Μανιάτη είναι η αντιμετώπιση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας. Ο νόμος αυτός φαίνεται να μετατρέπει περιοχές στις οποίες η Ελλάδα ασκεί πλήρη και αποκλειστική κυριαρχία —όπως τα χωρικά ύδατα μέχρι 6 ναυτικά μίλια από τις ακτές της— σε ΑΟΖ, δηλαδή σε περιοχές διεθνούς χαρακτήρα, όπου η κυριαρχία του κράτους δεν είναι απόλυτη αλλά περιορίζεται σε οικονομικά δικαιώματα. Η αλλαγή αυτή μπορεί να έχει σοβαρές γεωπολιτικές και στρατηγικές συνέπειες, καθώς επιτρέπει σε τρίτα κράτη, εχθρικά ή φιλικά, να αποκτήσουν πρόσβαση σε περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν εθνικά ύδατα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προβληματικής εφαρμογής αποτελεί η περιοχή βορείως της Ρόδου. Η απόσταση του νησιού από τις τουρκικές ακτές είναι περίπου 12 ναυτικά μίλια. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου Μανιάτη, η μέση γραμμή καθορίζεται στα 6 ναυτικά μίλια, γεγονός που συνεπάγεται ότι η θαλάσσια ζώνη από τις ακτές της Ρόδου έως τη μέση γραμμή ορίζεται ως ΑΟΖ και όχι ως ελληνικά χωρικά ύδατα. Κατά συνέπεια, πολεμικά πλοία τρίτων χωρών, ακόμη και της Τουρκίας, θα μπορούσαν να προσεγγίσουν σε απόσταση μόλις 1 ναυτικού μιλίου από τις βόρειες ακτές της Ρόδου, επικαλούμενα την ελευθερία ναυσιπλοΐας σε διεθνή ύδατα, κάτι που θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον πρόκειται για περιοχή που υπό κανονικές συνθήκες θα ανήκε αποκλειστικά στην Ελλάδα.
Ανάλογες συνθήκες παρατηρούνται και σε άλλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπως το Καστελόριζο, η Κως, η Χίος και η Λέσβος, όπου η απόσταση από τις τουρκικές ακτές είναι μικρότερη των 12 ναυτικών μιλίων. Εάν εφαρμοστεί ο ίδιος τρόπος υπολογισμού της μέσης γραμμής όπως ορίζεται από τον νόμο Μανιάτη, τότε σημαντικό μέρος των χωρικών υδάτων αυτών των νησιών θα μπορούσε να αποχαρακτηριστεί και να υπαχθεί σε καθεστώς ΑΟΖ, με αποτέλεσμα να χαθεί η απόλυτη ελληνική κυριαρχία στις περιοχές αυτές και να καταστεί δυνατή η παρουσία ξένων πολεμικών ή ερευνητικών πλοίων πλησίον των ελληνικών ακτών.
Η συνολική εφαρμογή του νόμου Μανιάτη, με βάση τα παραπάνω, δημιουργεί νομικά, διπλωματικά και εθνικά ζητήματα που απαιτούν σοβαρή επανεξέταση και επαναπροσδιορισμό στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και της ανάγκης για προστασία της εθνικής κυριαρχίας της χώρας.

Η εφαρμογή του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού από την ελληνική κυβέρνηση παρουσιάζει σοβαρά ελλείμματα, τόσο σε επίπεδο νομικής τεκμηρίωσης όσο και σε επίπεδο εθνικής στρατηγικής. Ένα από τα πλέον ανησυχητικά σημεία είναι η απουσία συντεταγμένων από τους επίσημους χάρτες που έχουν παρουσιαστεί από τα αρμόδια υπουργεία Περιβάλλοντος και Εξωτερικών. Η περιοχή που προβάλλεται στον χάρτη ξεκινά από την Κέρκυρα, επεκτείνεται μέχρι την Κρήτη, συνεχίζει έως το Καστελόριζο και ακολουθεί τη γραμμή του FIR Αθηνών/Κωνσταντινούπολης μέχρι τις εκβολές του Έβρου. Ωστόσο, αυτή η περιοχή δεν ορίζεται με ακριβείς συντεταγμένες, καθιστώντας τον σχεδιασμό νομικά αυθαίρετο και στερούμενο διεθνούς ισχύος και εγκυρότητας. Η Ελλάδα ουσιαστικά απέστειλε ένα πλαίσιο θαλάσσιου χωροταξικού χωρίς σαφή οριοθέτηση, γεγονός που ακυρώνει τη δυνατότητα υπεράσπισης των δικαιωμάτων της στη διεθνή σκηνή.
Η στρατηγική αυτή αμέλεια αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα όταν λαμβάνεται υπόψη η συστηματική και διαρκής δραστηριότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο, με πρόσχημα τον έλεγχο του περιβάλλοντος μέσω στρατιωτικών μέσων. Η Άγκυρα εκτελεί καθημερινά αποστολές παρατήρησης και περιβαλλοντικού ελέγχου σε ολόκληρο το ανατολικό Αιγαίο, από τη Ρόδο και το Καστελόριζο έως τον 25ο μεσημβρινό, φτάνοντας μέχρι τη Θάσο και επιστρέφοντας. Αυτή η δραστηριότητα δεν είναι περιστασιακή, αλλά αποτελεί πάγια τακτική με επιχειρησιακό χαρακτήρα, καθώς καλύπτει σχεδόν το μισό Αιγαίο και υλοποιείται υπό στρατιωτική επιτήρηση, γεγονός που αναδεικνύει την επιδιωκόμενη επιβολή ελέγχου στην περιοχή.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι μέσω αυτής της πρακτικής, η Τουρκία επιχειρεί τον κατακερματισμό της ελληνικής κυριαρχίας, κυρίως στις βραχονησίδες που βρίσκονται ανατολικά του 25ου μεσημβρινού. Περιοχές όπως η Χήνα, οι Καλόγεροι, οι Μελαμπιοί και τα Χταπόδια, δέχονται επιχειρησιακή πίεση, με την Τουρκία να προβαίνει σε ασκήσεις και επιτηρήσεις που συνιστούν de facto αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών εμφανίζεται αδρανές και σιωπηλό, ενώ το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας αποφεύγει να αναλάβει ουσιαστική στάση απέναντι στην παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Επιπροσθέτως, ένα βασικό στοιχείο του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού είναι η περιβαλλοντική παρατήρηση και προστασία, κάτι που η κυβέρνηση αποφεύγει συστηματικά να αναδείξει στον δημόσιο διάλογο. Το επιχείρημα της περιβαλλοντικής πολιτικής χρησιμοποιείται από την Τουρκία ως κάλυψη για στρατιωτικές ενέργειες, ενώ η ελληνική πλευρά παραμένει εκτεθειμένη, αδύναμη να αντεπιχειρηματολογήσει ή να ελέγξει την κατάσταση επιχειρησιακά.
Περαιτέρω, η ευρωπαϊκή οδηγία 2014/89, και συγκεκριμένα το άρθρο 8 παράγραφος 2, καθιστά υποχρεωτική τη συμπερίληψη των περιοχών στρατιωτικών ασκήσεων στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Ωστόσο, η Ελλάδα φαίνεται να αγνοεί ή να παρακάμπτει αυτήν την απαίτηση, αφού οι περιοχές πεδίων βολής και ασκήσεων δεν έχουν συμπεριληφθεί στους χάρτες που έχουν δημοσιοποιηθεί, γεγονός που παραβιάζει ευθέως την κοινοτική νομοθεσία. Αυτή η παράλειψη υποβαθμίζει περαιτέρω τη σοβαρότητα και την αποτελεσματικότητα του ελληνικού σχεδίου, εκθέτοντας τη χώρα σε διεθνείς και περιφερειακές διεκδικήσεις, ιδίως από την Τουρκία.
Το σύνολο των παραπάνω διαμορφώνει ένα σκηνικό γεωπολιτικής αδυναμίας, όπου η Τουρκία, με στρατηγική συνέπεια και επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, προβάλλει ισχύ και αμφισβητεί ενεργά την ελληνική κυριαρχία στο ανατολικό Αιγαίο, την ώρα που η Ελλάδα παρουσιάζει έναν χωροταξικό σχεδιασμό αποσπασματικό, ελλιπή και χωρίς νομικό βάρος. Η απουσία καθορισμένων συντεταγμένων, η μη συμπερίληψη στρατιωτικών ζωνών και η αδυναμία ουσιαστικής απάντησης στη διαρκή τουρκική παρουσία συνθέτουν μια κατάσταση που θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο τη θαλάσσια κυριαρχία της χώρας, αλλά και τη συνολική της εθνική ασφάλεια.
Η ευρωπαϊκή οδηγία 2014/89, που θεσπίζει το πλαίσιο για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, έχει συγκεκριμένους στόχους: να διασφαλίσει την ασφάλεια των πτήσεων, την ασφαλή ναυσιπλοΐα, την περιβαλλοντική παρατήρηση και κυρίως την κυριαρχία των κρατών στις θαλάσσιες ζώνες τους. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ρητή η πρόβλεψη ότι οι περιοχές στρατιωτικών ασκήσεων και τα πεδία βολής πρέπει να περιλαμβάνονται στον αντίστοιχο σχεδιασμό. Παρ’ όλα αυτά, ο ελληνικός χωροταξικός χάρτης, που παρουσιάστηκε από τα αρμόδια υπουργεία, δεν περιλαμβάνει καμία από τις καθορισμένες περιοχές ελληνικών στρατιωτικών ασκήσεων, όπως είναι τα μόνιμα πεδία βολής της Άνδρου, της Ψαθούρας, της Κρήτης, καθώς και άλλων ζωτικής σημασίας περιοχών όπως τα Καράβια και η Ύδρα, τα οποία ενεργοποιούνται συστηματικά μέσω διεθνών αγγελιών (ΝΟΤΑΜ και NAVTEX).
Αυτή η απουσία από τον χάρτη δεν είναι απλώς παράλειψη τεχνικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, συνιστά μια σοβαρή πολιτική και στρατηγική υποβάθμιση της εθνικής κυριαρχίας, καθώς το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση αυτών των περιοχών, φαίνεται να τις έχει κατατάξει στα «άχρηστα» δεδομένα. Στην ουσία, η αποσιώπηση των πεδίων βολής ισοδυναμεί με παραίτηση από τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκούνται σε αυτές τις περιοχές, κάτι που ευθυγραμμίζεται με τη μακροχρόνια τουρκική θέση από το 1978, που αμφισβητεί συστηματικά την ελληνική στρατιωτική παρουσία και κυριαρχία στο Αιγαίο.
Παράλληλα, η κατάσταση επιδεινώνεται με την εντεινόμενη τουρκική στρατιωτική δραστηριότητα στο Αιγαίο από το 2019 έως σήμερα. Η Τουρκία διεξάγει καθημερινά και σε μόνιμη βάση στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά σε περιοχές όπως η Λήμνος, ο Αη Στράτης, η Λέσβος, η Σάμος και η Ικαρία — όλα ελληνικά νησιά όπου ασκείται πλήρης εθνική κυριαρχία. Οι τουρκικές ασκήσεις αυτές καταλαμβάνουν ουσιαστικά ελληνικό εθνικό χώρο και προσδίδουν επιχειρησιακό έλεγχο στην Άγκυρα, σε πλήρη αντίθεση με το Καταστατικό του ΟΗΕ, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και τους κανόνες του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), οι οποίοι απαγορεύουν τέτοιες στρατιωτικές ενέργειες σε περιοχές που βρίσκονται υπό την κυριαρχία άλλου κράτους χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Ωστόσο, αυτές οι περιοχές δεν αναφέρονται καθόλου στον επίσημο ελληνικό χάρτη χωροταξικού σχεδιασμού ούτε επισημαίνονται στο υπόμνημα του χάρτη ως περιοχές παραβίασης ή παράνομης τουρκικής δραστηριότητας. Αντιθέτως, η σιωπή και η έλλειψη οποιασδήποτε ένδειξης οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα πως η Ελλάδα, μέσω αυτής της απεικόνισης, ενδέχεται να δίνει την εικόνα σιωπηρής αποδοχής των τουρκικών ασκήσεων και, κατ’ επέκταση, της κατάληψης εθνικής κυριαρχίας.
Η παράλειψη αυτή δεν είναι τεχνικής φύσεως, αλλά βαθιά πολιτική και εθνική, καθώς υπονομεύει ευθέως τη θέση της Ελλάδας στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, θέτει σε αμφισβήτηση τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αφήνει εκτεθειμένη τη χώρα απέναντι σε μια συστηματική τουρκική στρατηγική αμφισβήτησης και διείσδυσης στο Αιγαίο. Μέσω αυτών των παραλείψεων, διαμορφώνεται ένα επικίνδυνο προηγούμενο, το οποίο η Τουρκία μπορεί να εκμεταλλευτεί διπλωματικά και επιχειρησιακά, εμφανιζόμενη ως η de facto δύναμη ελέγχου σε κρίσιμες θαλάσσιες και εναέριες ζώνες του ελληνικού χώρου.