Σήμερα, 5 Μαΐου 2025, συμπληρώνονται 15 χρόνια από τον εμπρησμό του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin στη Σταδίου, ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που στοίχισε τη ζωή σε τρεις ανθρώπους: την Αγγελική Παπαθανασοπούλου –έγκυο στον τέταρτο μήνα–, τον Επαμεινώνδα Τσάκαλη και την Παρασκευή Ζούλια. Η τραγωδία σημειώθηκε το 2010, την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη μια από τις μαζικότερες διαδηλώσεις που έχουν καταγραφεί ποτέ στην Αθήνα, με αφορμή την ψήφιση του πρώτου μνημονίου από τη Βουλή. Καθώς δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές διαμαρτύρονταν στους δρόμους της πρωτεύουσας, ομάδα κουκουλοφόρων επιτέθηκε στο υποκατάστημα της Marfin, πετώντας μολότοφ και ένα μπουκάλι με βενζίνη στο εσωτερικό, ενώ περίπου 25-30 υπάλληλοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο κτίριο.
Ο εμπρησμός προκάλεσε ταχύτατα την εξάπλωση της φωτιάς και την ασφυκτική κάλυψη του κτιρίου με καπνό. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι κατόρθωσαν να σωθούν, πολλοί σπάζοντας πλέγματα και τζάμια για να αναρριχηθούν σε διπλανά κτίρια ή να διαφύγουν μέσω μπαλκονιών. Ωστόσο, οι τρεις προαναφερθέντες υπάλληλοι εγκλωβίστηκαν στον τρίτο όροφο, όπου τελικά πέθαναν από ασφυξία. Ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης δήλωσε τότε πως οι τοξικές αναθυμιάσεις από την καύση πλαστικών και άλλων υλικών ήταν θανατηφόρες μέσα σε λίγα λεπτά. Όταν εντοπίστηκαν, είχαν τα στόματά τους ανοιχτά και τα πρόσωπά τους μαυρισμένα από τον καπνό, γεγονός που υποδήλωνε απελπισμένη προσπάθεια διαφυγής. Είχε γίνει γνωστό επίσης ότι προσπάθησαν να φτάσουν στην ταράτσα, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
Μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, όπως αυτή ενός πρώην υπαλλήλου που απεγκλωβίστηκε πρώτος, αποκάλυψαν τον τρόμο εκείνων των στιγμών. Ο ίδιος περιέγραψε πώς οι δράστες –τρεις με κουκούλες– έσπασαν την τζαμαρία και έριξαν εύφλεκτο υλικό, προκαλώντας φωτιά που εξαπλώθηκε σχεδόν αμέσως. Άλλοι μάρτυρες μίλησαν για την παρουσία και μιας γυναίκας ανάμεσα στους εμπρηστές. Παρά τις μαρτυρίες, οι αυτουργοί του εγκλήματος δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ. Οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι που οδηγήθηκαν σε δίκη –Θεόδωρος Σίψας και Παύλος Αντρέεβ– αθωώθηκαν ομόφωνα το 2016, ενώ το βούλευμα αναγνώριζε την ύπαρξη τουλάχιστον δύο ακόμη αγνώστων δραστών.
Παράλληλα με την ποινική διαδικασία για τον εμπρησμό, οι ευθύνες επεκτάθηκαν και στην ίδια την τράπεζα. Το 2013, τρία στελέχη της Marfin καταδικάστηκαν για φόνο εξ αμελείας και πρόκληση σωματικών βλαβών, καθώς αποδείχθηκε ότι είχαν αγνοήσει αιτήματα των υπαλλήλων να μη λειτουργήσει το κατάστημα λόγω της προγραμματισμένης διαδήλωσης. Το κτίριο δεν διέθετε πιστοποιητικό πυροπροστασίας, η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη, ενώ απουσίαζε και βασικός εξοπλισμός, όπως ρολά ασφαλείας, αντιβανδαλικοί υαλοπίνακες και σύστημα πυρόσβεσης. Οι εργαζόμενοι, φοβούμενοι απολύσεις, είχαν προσέλθει κανονικά στην εργασία τους εκείνη τη μέρα, χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Οι οικογένειες των θυμάτων προσέφυγαν δικαστικά κατά της τράπεζας και κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν αποζημιώσεις έως 1,1 εκατομμύριο ευρώ από το Πρωτοδικείο. Ωστόσο, το 2020, ο Άρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου, θεωρώντας ότι δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς η ευθύνη της Marfin και ζητώντας να επανεξεταστεί αν η διοίκηση είχε την υποχρέωση να λάβει συγκεκριμένα μέτρα προστασίας. Το γεγονός αυτό επανέφερε στο προσκήνιο το ευρύτερο ζήτημα των εργοδοτικών και θεσμικών ευθυνών, πέραν της αυτουργίας του εγκλήματος.
Αξίζει να σημειωθεί πως το 2021, έντεκα χρόνια μετά την τραγωδία, η ΕΛ.ΑΣ. επανέλαβε την έρευνα για τους αγνώστους δράστες, έπειτα από την επιστροφή του φακέλου της υπόθεσης από τις εισαγγελικές αρχές. Η πράξη του εμπρησμού, παρότι καταδικάστηκε ομόφωνα από όλο το πολιτικό φάσμα και την κοινωνία, παραμένει ατιμώρητη στην ουσία της. Οι πραγματικοί αυτουργοί της δολοφονίας τριών ανθρώπων δεν έχουν εντοπιστεί, ενώ οι παραλείψεις των υπευθύνων της τράπεζας φωτίζουν τη συστημική αδιαφορία και την ελλιπή προστασία των εργαζομένων, ιδίως σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, η μνήμη της τραγωδίας της Marfin παραμένει ζωντανή ως μια υπενθύμιση των ορίων που δεν πρέπει να ξεπερνά η βία, της ευθύνης των εργοδοτών απέναντι στη ζωή των εργαζομένων και της ανάγκης για αλήθεια, δικαιοσύνη και ουσιαστική λογοδοσία.